alpha

Alpha Bank: Εφικτός για τον Τουρισμό, ο στόχος για 50%-60% των μεγεθών του 2019, στην επόμενη τουριστική σεζόν

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Η επιστροφή των αφίξεων και των εισπράξεων από τον τουρισμό στο 50%-60% των υψηλών επιδόσεων του 2019 θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτός στόχος, εφόσον διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες, εξέλιξη που θα βοηθήσει σημαντικά στη σταδιακή εξομάλυνση του ελλείμματος εξωτερικών πληρωμών, αναφέρει η Alpha Bank, στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, που κυκλοφόρησε σήμερα.

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δελτίο της Alpha Bank, “οι καταλύτες για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας την επόμενη χρονιά θα είναι πρώτον, ο βαθμός στον οποίο τα εμβολιαστικά προγράμματα θα απελευθερώσουν την ταξιδιωτική κίνηση και την ιδιωτική κατανάλωση, και δεύτερον, η ενεργοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ-27 (“Next Generation EU”, NGEU). H αποτελεσματικότητα του εμβολιαστικού προγράμματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις χώρες προέλευσης των τουριστών, θα προσδιορίσει το βαθμό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της κινητικότητας του πληθυσμού. Κρίσιμη παράμετρος για τη σταδιακή επάνοδο του τουρισμού είναι η άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών και η υποχώρηση της ανάγκης κοινωνικής αποστασιοποίησης. Η επάνοδος στην κανονικότητα, σε αυτό το πεδίο, πιθανότατα να απαιτήσει περισσότερο χρόνο”.

Το δελτίο

“Τα Μαθήματα του 2020 – Οι Καταλύτες, οι Ευκαιρίες και οι Προοπτικές του 2021

Το 2020 αποτέλεσε ένα έτος δοκιμασίας και καμπής τόσο για την παγκόσμια, όσο και για την ελληνική οικονομία. Η πανδημική κρίση επιτάχυνε ραγδαία εξελίξεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται νωρίτερα, υποχρέωσε τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων όλων των χωρών να ακολουθήσουν πρωτόγνωρες και σχεδόν αιρετικές, μερικούς μήνες πριν την πανδημία, πολιτικές παρέμβασης και, τέλος, οδήγησε στην ανάληψη συντονισμένων πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στους τομείς της υγείας και της οικονομίας, τις οποίες ουδείς ανέμενε τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

lufthansaΟ εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, σε συνδυασμό με τη διαδικασία του Brexit, είχαν δημιουργήσει ήδη από τα προηγούμενα έτη ένα ανάχωμα στην τάση παγκοσμιοποίησης, όσον αφορά στην διασυνοριακή κίνηση προϊόντων και κεφαλαίων. Η πανδημία αποτέλεσε ένα ακόμη πλήγμα σε αυτήν την κατεύθυνση, καθώς διέκοψε προσωρινά όχι μόνο τις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά, κυρίως, την ταξιδιωτική κίνηση, επιφέροντας ένα ισχυρό shock στους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών.

Παράλληλα, ο κόσμος μετά την πανδημία θα είναι πολύ περισσότερο ψηφιακός. Σε περιοχές τεχνολογικών εφαρμογών, όπως η εργασία από απόσταση και οι ηλεκτρονικές αγορές έλαβε χώρα μία συμπύκνωση ετών μετασχηματισμού μέσα σε μερικούς μόνο μήνες.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφασίστηκε η έκδοση συλλογικού χρέους, για πρώτη φορά, με σκοπό την αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης, μέσω της συγκέντρωσης του ιλιγγιώδους ποσού των Ευρώ 750 δισ., ενώ, παράλληλα, τέθηκαν οι βασικές αρχές για την αξιοποίησή του, δίδοντας έμφαση στην πράσινη μετάβαση και στην ψηφιακή οικονομία.

Στην Ελλάδα, η πανδημική κρίση έγινε αισθητή, κυρίως, ως μια διαταραχή της εξωτερικής ζήτησης, όπως φαίνεται από την κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 80%, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο του έτους, γεγονός που αντανακλά τη μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την εισερχόμενη τουριστική κίνηση.

Η επιβολή των δύο lockdowns, την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2020, φαίνεται ότι είχε διακριτές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης, από την πλευρά των επιχειρήσεων, των ηλεκτρονικών εργαλείων πώλησης (ζήτηση) και της τηλεργασίας (παραγωγή) και της μικρότερης επίδρασης του εισερχόμενου τουρισμού, το τελευταίο τρίμηνο του έτους, συγκριτικά με το δεύτερο τρίμηνο. Ένα σημαντικό μάθημα για τη μελέτη τόσο ισχυρών και αιφνίδιων shocks από τους οικονομικούς αναλυτές ήταν ότι η αξιοποίηση των δεδομένων κινητικότητας της κοινότητας (π.χ. Google trends) αποτελούν πιο έγκυρο και χρησιμότερο «πρόδρομο δείκτη» για την πορεία του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση του ΑΕΠ, σε σχέση με τους παραδοσιακούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι δημοσιεύονται με σχετική, χρονική υστέρηση.

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση έλαβε άνευ προηγουμένου διαστάσεις, χωρίς ουδεμία υποχώρηση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου, καθώς το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου ακολούθησε πτωτική πορεία, υποστηριζόμενο από τη μη συμβατική, επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ισχυρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, οδήγησαν σε σημαντική άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων στη συνολική δαπάνη και στις θέσεις απασχόλησης στη  χώρα μας. Ιδιαίτερα δε, η πιστωτική πολιτική που υιοθετήθηκε από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οδήγησε σε μια εντυπωσιακή αύξηση του δανεισμού προς τις ελληνικές επιχειρήσεις που πλήττονταν από την πανδημική κρίση. Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με την εξωτερική ζήτηση, η εγχώρια ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, σημείωσαν άνοδο, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο, κατά 1% και 4,4%.

Τέλος, σημαντικό χαρακτηριστικό της χρονιάς που φεύγει ήταν η επιτάχυνση της πορείας ανόδου των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, εξέλιξη που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση των δαπανών τόσο από την πλευρά των νοικοκυριών, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξαιτίας των lockdowns και, κυρίως, της αυξημένης αβεβαιότητας για την απασχόληση, τα μελλοντικά εισοδήματα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.

Ποιοί θα είναι όμως οι καταλύτες για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας την επόμενη χρονιά; Πρώτον, ο βαθμός στον οποίο τα εμβολιαστικά προγράμματα θα απελευθερώσουν την ταξιδιωτική κίνηση και την ιδιωτική κατανάλωση, και δεύτερον, η ενεργοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ-27 (“Next Generation EU”, NGEU).

H αποτελεσματικότητα του εμβολιαστικού προγράμματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις χώρες προέλευσης των τουριστών, θα προσδιορίσει το βαθμό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της κινητικότητας του πληθυσμού. Κρίσιμη παράμετρος για τη σταδιακή επάνοδο του τουρισμού είναι η άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών και η υποχώρηση της ανάγκης κοινωνικής αποστασιοποίησης. Η επάνοδος στην κανονικότητα, σε αυτό το πεδίο, πιθανότατα να απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Η επιστροφή των αφίξεων και των εισπράξεων από τον τουρισμό στο 50%-60% των υψηλών επιδόσεων του 2019 θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτός στόχος, εφόσον διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες, εξέλιξη που θα βοηθήσει σημαντικά στη σταδιακή εξομάλυνση του ελλείμματος εξωτερικών πληρωμών.

Η προοπτική πρόσβασης στα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, δύναται να ενισχύσει σημαντικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν θα κατευθυνθούν κυρίως στην πράσινη και στην ψηφιακή ανάπτυξη. Συνολικά, κατά την περίοδο 2021-2026, η ελληνική οικονομία αναμένεται να ωφεληθεί με Ευρώ 32 δισ., εκ των οποίων Ευρώ 19,3 δισ. αφορούν επιχορηγήσεις και Ευρώ 12,7 δισ. αφορούν δάνεια με ευνοϊκό επιτόκιο και όρους. Ειδικά για το 2021, αναμένεται να αντληθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων Ευρώ 2,6 δισ. περίπου από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) και Ευρώ 1,6 δισ., από την πρωτοβουλία REACT-EU, καθώς και Ευρώ 1,3 δισ. με τη μορφή δανείων.

Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2021, τα κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκτιμάται ότι θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις κατά ποσοστό 70% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος. Οι θετικές επιδράσεις του προγράμματος αναμένεται ότι θα είναι άμεσες, οι οποίες θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν, αλλά και έμμεσες, μέσω των πολλαπλασιαστών της κατανάλωσης αλλά και των επενδύσεων. Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η προχρηματοδότηση από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα ανέλθει σε 10% των συνολικών επιχορηγήσεων και δανείων, ενώ αναμένεται η απορρόφηση των κονδυλίων να σημειώσει επιτάχυνση προς τα τελευταία έτη της προγραμματικής  περιόδου.

Η αποτελεσματική αξιοποίηση των κεφαλαίων αυτών αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τη χώρα μας, όχι μόνο για να στηριχτεί η οικονομία μετά την τεράστια ζημία που προκάλεσε η πανδημική κρίση αλλά και για να προσαρμοστεί, με ταχύ ρυθμό, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Το κυριότερο, όμως, είναι να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που σωρεύθηκε, κατά την οικονομική ύφεση της περασμένης δεκαετίας. H έγκαιρη απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί καταλύτη για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και μπορεί να οδηγήσει τις πραγματικές επενδύσεις να προσεγγίσουν τη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ το 2021. Όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 1, και σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 23,2% και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αποτελέσουν τις ισχυρότερες συνιστώσες της αύξησης του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.

Τα κονδύλια του RRF, σύμφωνα τον Προϋπολογισμό του 2021, αναμένεται να προσθέσουν περίπου δύο εκατοστιαίες μονάδες (2,1%) στην αύξηση του ΑΕΠ το 2021. Παράλληλα, στο πλαίσιο των δράσεων του ΕΣΠΑ 2014-2020, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στους τομείς των μεγάλων έργων υποδομών (οδικά έργα, σιδηρόδρομοι, μετρό κ.λπ.), της επιχειρηματικότητας (κυρίως στους τομείς της μεταποίησης και του τουρισμού), της δημιουργίας απασχόλησης, της εκπαίδευσης και κατάρτισης, της υγείας και της πρόνοιας και των έργων για την προστασία του περιβάλλοντος.

Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, κατά το τρέχον έτος, αλλά και τα μέτρα που έλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, όπως οι αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η μείωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος αλλά και η παροχή αποζημίωσης ειδικού σκοπού, προς τους εργαζόμενους των κλάδων που έχουν πληγεί από την πανδημία, η στήριξη των ανέργων κ.λπ., είχαν σημαντική επίπτωση και στα δημοσιονομικά μεγέθη της οικονομίας. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2021, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, υπό όρους ενισχυμένης εποπτείας, εκτιμάται σε -7,2% του ΑΕΠ (Ευρώ 11,8 δισ.) το 2020 και -3,9% του ΑΕΠ (Ευρώ 6,7 δισ.) το 2021. Το  χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να ανέλθει στο 208,9% του ΑΕΠ το 2020, πριν εισέλθει και πάλι σε μια πτωτική πορεία το 2021, φθάνοντας το 199,6% του ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της οικονομικής ανάκαμψης, δηλαδή της αύξησης του παρονομαστή του λόγου χρέος προς ΑΕΠ.

Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η προσπάθεια έχει οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών κινδύνων. Θα πρέπει να διευκρινισθεί, καταρχάς, ότι το φαινόμενο των ελλειμματικών δημοσιονομικών ισοζυγίων, για το 2020 και των ελλειμματικών προϋπολογισμών, για το επόμενο έτος, συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο.  Παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, λόγω της πανδημίας και την αύξηση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2020, οι αποδόσεις των χρεογράφων της Ελληνικής Κυβέρνησης παρέμειναν σε πτωτική τάση, αντικατοπτρίζοντας το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους που χαρακτηρίζεται από χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, για τα επόμενα δύο χρόνια, μια μακρά μέση περίοδο λήξης και σταθερά επιτόκια. Η ζήτηση για ελληνικά ομόλογα από τους διεθνείς επενδυτές παραμένει υψηλή, καθώς η χώρα διαθέτει ακόμη ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, ενώ, παράλληλα, στηρίζεται από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, εξαιτίας της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme, PEPP) της ΕΚΤ.

Εξελίξεις στο Ισοζύγιο Πληρωμών

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε σε Ευρώ 9,4 δισ., διογκωμένο σημαντικά σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Συγκεκριμένα, την αντίστοιχη περυσινή περίοδο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε παρουσιάσει έλλειμμα Ευρώ 0,8 δισ. Η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται στην έντονη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, σε σύγκριση με τους πρώτους δέκα μήνες του 2019. Η μεταβολή αυτή αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από την πτώση των ελλειμμάτων των ισοζυγίων αγαθών και πρωτογενών εισοδημάτων, καθώς και από το πλεόνασμα του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων.

ksd Alpha Bank
adv

Πιο αναλυτικά, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών μειώθηκε κατά Ευρώ 4 δισ., ή 20,3%, σε ετήσια βάση, λόγω της αντίστοιχης μείωσης των ελλειμμάτων του ισοζυγίου αγαθών εκτός καυσίμων, κατά περίπου Ευρώ 2,3 δισ. και του ισοζυγίου καυσίμων, κατά Ευρώ 1,7 δισ. Οι εισαγωγές αγαθών, τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, μειώθηκαν συνολικά κατά 15,9%, σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι και διαμορφώθηκαν σε Ευρώ 39,2 δισ. Η εν λόγω πτώση προήλθε, πρωτίστως, από τη μείωση των εισαγωγών καυσίμων κατά 36,7%, σε ετήσια βάση, αλλά και από τη μείωση των εισαγωγών αγαθών εκτός καυσίμων κατά 8,6%, αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 12,7% και διαμορφώθηκαν σε Ευρώ 23,6 δισ. Η μείωση των συνολικών εξαγωγών αγαθών προήλθε, κυρίως, από τη συρρίκνωση των εξαγωγών καυσίμων, κατά 35,8% ή Ευρώ 2,7 δισ., ενώ οι εξαγωγές εκτός καυσίμων μειώθηκαν ηπιότερα, κατά 3,7%.

Επιπρόσθετα, το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020, μειώθηκε σημαντικά κατά 67,6%, σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκε σε Ευρώ 6,5 δισ., έναντι Ευρώ 20,1 δισ. το ίδιο διάστημα πέρυσι. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, πρωτίστως, στη συρρίκνωση των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, κατά 77%, σε ετήσια βάση, ή Ευρώ 13,5 δισ., εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 και των περιορισμών στις μετακινήσεις που επιβλήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, οι εισπράξεις από μεταφορές κατέγραψαν πτώση, ύψους Ευρώ 2,6 δισ., ή 18,3%. Τέλος, οι συνολικές εισπράξεις από υπηρεσίες μειώθηκαν κατά 45,5%, ενώ οι αντίστοιχες πληρωμές κατά 17,1%.

Πιο αναλυτικά, τον Οκτώβριο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας) μειώθηκαν κατά 64%, σε ετήσια βάση, ενώ οι ταξιδιωτικές αφίξεις συρρικνώθηκαν κατά 65,6%. Συνολικά, τους πρώτους δέκα μήνες του έτους, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση μειώθηκε κατά 76,1%, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ενώ οι εισπράξεις, αντίστοιχα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, κατά 77%. Σχετικά με την γεωγραφική κατανομή, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ΕΕ-27 μειώθηκε κατά 73,2%, ενώ μείωση κατά 80,4% κατέγραψαν οι τουριστικές αφίξεις από τις χώρες εκτός ΕΕ-27. Αντίστοιχη ήταν και η μείωση των εισπράξεων την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, κατά 71,5% από τους κατοίκους χωρών εντός ΕΕ-27 και κατά 82,6%, αντίστοιχα, από τους κατοίκους χωρών εκτός ΕΕ-27.

Τέλος, το ισοζύγιο των πρωτογενών εισοδημάτων παρουσίασε έλλειμμα ύψους Ευρώ 477 εκατ., χαμηλότερο σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο (Ευρώ -1,3 δισ.), ενώ το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων κατέγραψε πλεόνασμα ύψους Ευρώ 168,6 εκατ., έναντι ελλείμματος Ευρώ 9 εκατ., την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

Σύμφωνα με την τρίτη (τελική) εκτίμηση του Bureau of Economic Analysis, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, ο ετησιοποιημένος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ ήταν θετικός, της τάξης του 33,4%, έναντι μείωσης κατά 31,4%, το δεύτερο τρίμηνο και κατά 5,0%, το πρώτο τρίμηνο του έτους (Γράφημα 3). Η αύξηση του ΑΕΠ, το τρίτο τρίμηνο, η οποία ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από τη δεύτερη εκτίμηση, συνιστά μια ιστορική άνοδο, τη μεγαλύτερη από την έναρξη καταγραφής των στοιχείων της έρευνας, το 1947. Χαρακτηριστικό της έντασης της μεγέθυνσης της αμερικανικής οικονομίας είναι ότι η αμέσως μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ ήταν 16,7%, το πρώτο τρίμηνο του 1950, ήτοι το ήμισυ της τρέχουσας ανόδου. Η σταδιακή άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου, σε συνδυασμό με την ισχυρή στήριξη της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής οδήγησαν στη σημαντική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, το τρίτο τρίμηνο.

Όσον αφορά στις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ, σημειώνονται τα ακόλουθα:

Πρώτον, η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία συνιστά περί το 70% του ΑΕΠ και αποτέλεσε το βασικότερο πυλώνα του αναπτυξιακού προτύπου των ΗΠΑ πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, αυξήθηκε κατά 41%, το τρίτο τρίμηνο του 2020, έναντι μείωσης κατά 33,2%, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με αποτέλεσμα η συμβολή της στη μεταβολή του ΑΕΠ να είναι θετική, της τάξης των 25,44 εκατοστιαίων μονάδων, έναντι αρνητικής συνεισφοράς κατά 24,01 εκατοστιαίες μονάδες, στο προηγούμενο τρίμηνο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση που έχει καταγραφεί, εξέλιξη που αποδίδεται τόσο στην ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και στη σημαντική αποκλιμάκωση του ποσοστού της ανεργίας, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση καταναλωτικών δαπανών που είχαν ανασταλεί το προηγούμενο τρίμηνο και κατά συνέπεια την αύξηση της ζήτησης. Υπενθυμίζεται ότι το τρίτο τρίμηνο του έτους, το μέσο ποσοστό της ανεργίας υποχώρησε στο 8,8% (εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία), έναντι 13%, το δεύτερο τρίμηνο και 3,8%, το πρώτο τρίμηνο. Επισημαίνεται ότι, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2019-Φεβρουαρίου 2020, το ποσοστό της ανεργίας κυμαινόταν στο εύρος 3,5%-3,6%, καταγράφοντας επιδόσεις που αποτελούν χαμηλό 50 ετών.

Δεύτερον, η δημόσια κατανάλωση, η οποία μειώθηκε κατά 4,8%, συνέβαλε αρνητικά στη μεταβολή του ΑΕΠ, το τρίτο τρίμηνο του 2020, κατά 0,75 της εκατοστιαίας μονάδας, έναντι θετικής συνεισφοράς κατά 0,77 της εκατοστιαίας μονάδας, στο προηγούμενο τρίμηνο όταν είχε αυξηθεί κατά 2,5%.

Τρίτον, οι καθαρές εξαγωγές συνέβαλαν αρνητικά, κατά 3,21 εκατοστιαίες μονάδες, στην οικονομική δραστηριότητα του τρίτου τριμήνου του 2020, έναντι θετικής συμβολής κατά 0,62 της εκατοστιαίας μονάδας, το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Αναλυτικότερα, ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώθηκε σε 93,1% (δεύτερο τρίμηνο του 2020: -54,1%), ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 59,6% (δεύτερο τρίμηνο του 2020: -64,4%). Σημειώνεται η εξαιρετικά μεγάλη αύξηση στις εισαγωγές (110,2%) και στις εξαγωγές (104,3%) των αγαθών, ως απόρροια της ενίσχυσης του διεθνούς εμπορίου.

Τέταρτον, θετική ήταν η συμβολή των ιδιωτικών επενδύσεων στη μεταβολή του ΑΕΠ (11,96 εκατοστιαίες μονάδες), μετά από τρία διαδοχικά τρίμηνα αρνητικής συνεισφοράς, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 86,3%, το τρίτο τρίμηνο του 2020, έναντι μείωσης κατά 46,6%, το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Στη σημαντική αυτή αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων συνέβαλαν η άνοδος των αποθεμάτων των επιχειρήσεων (6,57 εκατοστιαίες μονάδες), των επενδύσεων εκτός κατοικιών κατά 22,9% (3,20 εκατοστιαίες μονάδες) και των επενδύσεων σε κατοικίες κατά 63% (2,19 εκατοστιαίες μονάδες). Οι επενδύσεις σε κατοικίες αυξήθηκαν σημαντικά, μετά από ένα τρίμηνο έντονης πτώσης, συνεπικουρούμενες από τη συνεχιζόμενη πτώση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων.

Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ)

Πληθωρισμός

Σύμφωνα με την τελική μέτρηση της Eurostat, ο πληθωρισμός στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) διατηρήθηκε, τον Νοέμβριο, στο -0,3%, σε ετήσια βάση, καταγράφοντας αρνητικό πρόσημο για τέταρτο διαδοχικό μήνα. Από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά, παραμένοντας σε χαμηλά επίπεδα, ενώ υπολείπεται του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για διατήρηση του ετήσιου πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2%, μεσοπρόθεσμα, στη ΖτΕ. Ο δομικός πληθωρισμός (ΔΤΚ εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας, καθώς και των τροφίμων, των ποτών και του καπνού) διατηρήθηκε, τον Νοέμβριο, σε οριακά θετικό έδαφος (0,2%). Σημειώνεται ότι, τον Ιούλιο, ο δομικός πληθωρισμός προσέγγισε τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν τον Φεβρουάριο (1,2%), ήτοι πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, αλλά, τους τέσσερις επόμενους μήνες, υποχώρησε σημαντικά. (Γράφημα 4).

Η διαμόρφωση του πληθωρισμού στο -0,3% αποδίδεται στη σημαντική πτώση, σε ετήσια βάση, των τιμών της ενέργειας (-8,3%), ως απόρροια των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου, σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Οι τιμές των βιομηχανικών αγαθών εκτός ενέργειας κατέγραψαν μικρή μείωση (-0,3%), ενώ, αντίθετα, θετικό ρυθμό ετήσιας μεταβολής κατέγραψαν οι τιμές της κατηγορίας τρόφιμα-ποτά-καπνός (+1,9%), καθώς και οι τιμές των υπηρεσιών (+0,6%).

Οι υψηλότερες μετρήσεις του πληθωρισμού, σε ετήσια βάση, καταγράφηκαν στην Σλοβακία (+1,6%) και στην Αυστρία (+1,1%), ενώ οι χαμηλότερες στην Ελλάδα (-2,1%) και στην Εσθονία (-1,2%). Όσον αφορά στις μεγαλύτερες οικονομίες της ΖτΕ, ο πληθωρισμός στην Γερμανία υποχώρησε οριακά στο -0,7% (-0,5%, τον Οκτώβριο), ενώ στην Γαλλία αυξήθηκε οριακά στο +0,2% (+0,1%, τον Οκτώβριο). Σημειώνεται ότι σε οκτώ κράτη-μέλη σημειώθηκε υποχώρηση του πληθωρισμού τον Νοέμβριο, έναντι του Οκτωβρίου, αλλά σε έντεκα κράτη καταγράφηκε αρνητικός πληθωρισμός.

Κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο +0,3%, έχοντας καταγράψει σημαντική μείωση από τον Μάρτιο. Η υποχώρηση του πληθωρισμού στη ΖτΕ, κατά τους τελευταίους εννέα μήνες, αποδίδεται στην υποτονική ζήτηση και στην πτώση των τιμών του πετρελαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το πρώτο τρίμηνο, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 3,9%, σε ετήσια βάση, ενώ, στο δεύτερο τρίμηνο, διάστημα κατά το οποίο υπήρξαν αυστηρά περιοριστικά μέτρα, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 16%, καθώς το ΑΕΠ κατέγραψε ιστορική συρρίκνωση κατά 11,7% και 14,7%, σε τριμηνιαία και σε ετήσια βάση, αντίστοιχα. Επιπλέον, και το τρίτο τρίμηνο η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 4,6%, σε ετήσια βάση. Παράλληλα, οι τιμές της ενέργειας κατέγραψαν έντονη πτώση, από το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η μέση τιμή του πετρελαίου τύπου Brent, το χρονικό διάστημα Μαρτίου-Νοεμβρίου, διαμορφώθηκε κατά 30% χαμηλότερα από τη μέση τιμή του Φεβρουαρίου, μειώνοντας το ενεργειακό κόστος για τα κράτη-μέλη της ΖτΕ, τα οποία είναι καθαροί εισαγωγείς πετρελαίου. Όσον αφορά στο σύνολο του έτους, η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης τόσο στο εσωτερικό περιβάλλον της ΖτΕ, όσο και στο εξωτερικό, οι χαμηλότερες τιμές τις ενέργειας και οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων αρκετών κρατών-μελών, με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. μείωση ΦΠΑ), αναμένεται να ασκήσουν αποπληθωριστική επίδραση στον εναρμονισμένο ΔΤΚ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε πρόσφατη έκθεσή της (European Economic Forecast, Autumn 2020), εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί σημαντικά το 2020, ως απόρροια της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι θα υποχωρήσει ο πληθωρισμός, από +1,2%, το 2019, στο +0,3%, το 2020, για να ανέλθει στο +1,1%, το 2021, καθώς η οικονομία της ΖτΕ θα ανακάμπτει.

Tagged
Προσθήκη σχολίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *