Τις πιθανές επιπτώσεις από την επιδημία του κορονοϊού στον ελληνικό Τουρισμό, εξετάζει το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ALPHA BANK.
Παράλληλα, οι αναλυτές της Τράπεζας, καταδεικνύουν ότι το ελληνικό τουριστικό προϊόν είναι υπερφορολογημένο, σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Το Δελτίο
Η ανάλυση της Τράπεζας, έχει ως εξής:
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ, ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ
“Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος για τις επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού το 2019 συνολικά, επιβεβαιώνουν τη διατήρηση για ένα ακόμη έτος της ανοδικής πορείας του, καθώς περισσότεροι από 31 εκατ. ταξιδιώτες από το εξωτερικό επισκέφθηκαν τη χώρα μας το 2019 (+4,1 % έναντι του 2018), με αποτέλεσμα οι ταξιδιωτικές εισπράξεις να υπερβούν τα €18 δισ. (+12,8% έναντι του 2018). Η εντυπωσιακή πορεία του τουριστικού κλάδου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησής του, σε όρους αφίξεων, υπερβαίνει τα τελευταία έτη, τον αντίστοιχο μέσο όρο παγκοσμίως (εκτίμηση 2019: +3,8%, UNWTO, World Tourism Barometer, January 2020).
Οι θετικές προοπτικές του κλάδου στηρίζονται σε μια σειρά παραγόντων, όπως η εντυπωσιακή αύξηση των εισερχόμενων τουριστών και αντίστοιχα των εισπράξεων από σημαντικές αγορές όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ -εξελίξεις που συνδέονται με την ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ και την μείωση της αβεβαιότητας σχετικά με το Brexit και τη μελλοντική συμφωνία. Επίσης, η αξιοσημείωτη ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, εκτιμάται ότι θα ενισχύσει τις τουριστικές ροές, βελτιώνοντας παράλληλα τις προοπτικές του κλάδου.
Στον αντίποδα, οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο τουρισμός συνδέονται κυρίως με την υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και δη της ευρωπαϊκής, καθώς και με την ένταση των ανησυχιών αναφορικά με την επιδημία του ιού Covid-19 και τις επιπτώσεις της στον παγκόσμιο τουρισμό και την πραγματική οικονομία.
Σύμφωνα, άλλωστε, με την επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Kristalina Georgieva, μία πρώτη εκτίμηση για την επίδραση του Covid-19 στην παγκόσμια οικονομία, είναι η περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα. Επιπλέον, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Goldman Sachs η επίπτωση της επιδημίας στο ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ, θα κυμανθεί μεταξύ 0,15%-0,3%.
Το σημείο εκκίνησης για τη διερεύνηση των πιθανών επιπτώσεων της επιδημίας του Covid-19 στον ελληνικό και ευρωπαϊκό τουρισμό, είναι η σύγκρισή της με την επιδημία του ιού SARS που εκδηλώθηκε το 2003 στην Κίνα.
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, ο ιός Covid-19 φαίνεται να είναι περισσότερο μολυσματικός, παρά το γεγονός ότι ο δείκτης θνητότητάς του (3,4% με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του SARS (11%).
Επιπλέον, στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού (European Travel Commission, Quarterly Report, Q4/2019), αναφέρεται ότι την περίοδο της επιδημίας του SARS, οι αφίξεις τουριστών από την Κίνα σε ευρωπαϊκούς προορισμούς υποχώρησαν κατά 7% και αντίστοιχα από άλλες ασιατικές χώρες κατά 8%.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που καθιστούν τη σύγχρονη επιδημία περισσότερο επώδυνη.
Πρώτον, η Κίνα σήμερα αντιπροσωπεύει το 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έναντι 4% κατά τη διάρκεια της επιδημίας του SARS.
Δεύτερον, η διαφαινόμενη εξάπλωση στη γειτονική Ιταλία και η δημιουργία ανησυχιών, ενδέχεται να πλήξει σημαντικά τις αερομεταφορές ακόμη και ενδοευρωπαϊκά. Σύμφωνα με την International Air Transport Association (IATA), η μειωμένη επιβατική κίνηση αναμένεται να προκαλέσει απώλειες εσόδων στον κλάδο των αερομεταφορών, της τάξης των $29,3 δισ. το 2020.
Από την άλλη πλευρά είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα το 85% περίπου των επισκέψεων τουριστών διεξάγεται κατά την περίοδο Μαΐου – Οκτωβρίου. Το εποχικό αυτό πρότυπο δίδει τη δυνατότητα απορρόφησης των αρχικών κραδασμών στις τουριστικές ροές, ενώ παράλληλα οι υψηλές θερμοκρασίες της περιόδου αυτής εξασθενούν τη δυνατότητα μετάδοσης του ιού.
Στο παρόν Δελτίο αναλύουμε τις προοπτικές και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τουρισμός το τρέχον έτος και συνδέονται τόσο με τις διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, όσο και με τις εγχώριες.
Ο Τουρισμός το 2019 – Φορολογική Πολιτική και Ανταγωνισμός
Η συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας μας είναι πολύ σημαντική, καθώς σύμφωνα με το World Travel & Tourism Council, εκτιμάται ότι η άμεση συμβολή του κλάδου υπερέβη το 10% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος το 2018, ενώ η συνολική συμβολή του, συμπεριλαμβανομένης και της έμμεσης και της επαγόμενης (ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, δαπάνες για την αγορά προϊόντων-υπηρεσιών, δαπάνες απασχολούμενων του κλάδου), ξεπέρασε το 20%. Η πρόβλεψη του ίδιου οργανισμού είναι ότι το 2028, η συνολική συμβολή του τουρισμού θα ανέλθει σε 22,7% του ΑΕΠ.
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των αφίξεων, ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα η Τράπεζα της Ελλάδος, ήταν ηπιότερος σε σύγκριση με τα προηγούμενα έξι έτη (2019:+4,1%, έναντι +11,8% κατά μέσο όρο το διάστημα 2013-2018), (Γράφημα 1). Αναφορικά με την προέλευση των τουριστών στη χώρα μας, ενισχύθηκαν ελαφρώς οι αφίξεις από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το ποσοστό τους διαμορφώθηκε σε 29,7%, από 29,0% το 2018. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους επισκέπτες από τις ΗΠΑ (+7,4% το 2019), παράγοντες όπως ο ισχυρός ρυθμός αύξησης της απασχόλησης και ως εκ τούτου τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας, η αύξηση των μισθών και η ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ, κατέστησαν τους ευρωπαϊκούς προορισμούς ιδιαίτερα ελκυστικούς για τους Αμερικανούς ταξιδιώτες (European Travel Commission, European Tourism, Trends & Prospects, Φεβρουάριος 2020). Σημαντικά επωφελήθηκαν, εκτός από την Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της Νότιας Ευρώπης και της Μεσογείου, με τις αφίξεις από τις ΗΠΑ να έχουν αυξηθεί το 2019 κατά 30% στην Τουρκία, 27% στην Κύπρο και 26% στο Μαυροβούνιο.
Αξιοσημείωτη άνοδο σημείωσε το 2019 και η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από το Ηνωμένο Βασίλειο (+18,9%), ενώ το 2018 είχε καταγραφεί μείωση σε ετήσια βάση (-2,0%), παρά την αβεβαιότητα που επικράτησε κατά τη διάρκεια του έτους σχετικά με την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και την κατάρρευση της βρετανικής εταιρείας Thomas Cook, ενός από τα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά πρακτορεία παγκοσμίως.
Παρά την ηπιότερη αύξηση των τουριστικών αφίξεων το 2019 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, η άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων ήταν ισχυρή, καθώς ο ρυθμός αύξησής τους ανήλθε σε 12,8%, έναντι 7,7% ετησίως, κατά μέσο όρο μεταξύ 2013 και 2018 (Γράφημα 1). Αυξημένη κατά 8,5% ήταν και η δαπάνη ανά ταξίδι των μη κατοίκων στην Ελλάδα, η οποία διαμορφώθηκε σε €563,9, από €519,6 το 2018. Επιπλέον, ισχυροί ήταν και οι ρυθμοί αύξησης των ταξιδιωτικών εισπράξεων ανά χώρα προέλευσης, με τα έσοδα από το Ηνωμένο Βασίλειο να έχουν αυξηθεί κατά 31,9%, από τη Ρωσία κατά 27,3% και από τις ΗΠΑ κατά 14,2%. Παράλληλα, παρά την πτώση των αφίξεων από τη Γερμανία, οι αντίστοιχες εισπράξεις μειώθηκαν οριακά (-0,2%).
Σημαντική παράμετρος που επηρεάζει τη ζήτηση του τουριστικού προϊόντος μιας χώρας, είναι οι σχετικές τιμές και η φορολογία.
Στην έκθεση European Travel Commission, European Tourism, Trends & Prospects (Φεβρουάριος 2020), σημειώνεται ότι η ζήτηση είναι αυξημένη για προορισμούς, όπου ισχύει έκπτωση στο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) τουριστικών καταλυμάτων. Στο Γράφημα 2, περιλαμβάνονται οι «γενικοί» συντελεστές ΦΠΑ αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και οι «ειδικοί» συντελεστές ΦΠΑ που ισχύουν στα καταλύματα, για κάθε χώρα της ΕΕ-27. Όπως παρατηρείται, σε όλες τις χώρες εκτός της Δανίας, οι συντελεστές ΦΠΑ στα καταλύματα είναι χαμηλότεροι σε σύγκριση με τους συντελεστές που ισχύουν για την πλειονότητα των προϊόντων και υπηρεσιών. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η διαμονή φορολογείται με 13%, συντελεστής που είναι ο πέμπτος υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, έναντι 24% που ισχύει γενικά, για αγαθά και υπηρεσίες. Τέλος, στις περισσότερες ανταγωνίστριες χώρες, ως προς τον τουρισμό, οι συντελεστές στη διαμονή είναι χαμηλότεροι. Συγκεκριμένα ο ΦΠΑ σε ξενοδοχεία-καταλύματα ανέρχεται σε 10% στην Ιταλία και την Ισπανία, 9% στην Κύπρο και 6% στην Πορτογαλία. Αντίθετα, στην Κροατία ισχύει φορολογικός συντελεστής ύψους 13% στη διαμονή, όπως και στην Ελλάδα, ενώ η φορολογία σε αγαθά και υπηρεσίες γενικά είναι υψηλότερη από ότι στη χώρα μας (25%).
Τέλος, στην Τουρκία ο ΦΠΑ σε ξενοδοχεία-καταλύματα είναι σχεδόν μηδενικός.
Στο Γράφημα 3, απεικονίζεται η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση στην Ελλάδα και τις ανταγωνίστριες χώρες της Μεσογείου το 2019, καθώς και η ετήσια αύξηση των τουριστικών αφίξεων, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Τον μεγαλύτερο αριθμό τουριστών υποδέχθηκε, μεταξύ των επιλεγμένων χωρών, το 2019 η Ισπανία (83,7 εκατ. ταξιδιώτες) και ακολουθούν η Ιταλία (61,2 εκατ. την περίοδο Ιανουαρίου- Νοεμβρίου 2019) και η Τουρκία (51,7 εκατ.), η οποία μάλιστα σημείωσε και αξιοσημείωτη ετήσια αύξηση 12,2%, σε σύγκριση με το 2018. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της European Travel Commission, στην Τουρκία έχει ενισχυθεί ο θεματικός τουρισμός, όπως για παράδειγμα ο ιατρικός τουρισμός, ο οποίος είναι ιδιαίτερα σημαντικός κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών. Η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση έχει υποστηριχθεί περαιτέρω από την αδύναμη τουρκική λίρα. Ισχυρή, επίσης, είναι η ανάπτυξη του τουρισμού της Πορτογαλίας σε όρους αφίξεων (+7,5%) και της Κροατίας (+5,0%).
Προοπτικές και Κίνδυνοι του Τουριστικού Κλάδου στην Ελλάδα το 2020
Ο τουριστικός κλάδος στην Ελλάδα παρουσιάζει και εφέτος θετικές προοπτικές και -παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει διεθνώς ο τουρισμός- αναμένεται να παρουσιάσει ισχυρά σημάδια ανθεκτικότητας.
Συνοψίζοντας:
Η ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ, εκτιμάται ότι θα έχει θετική επίπτωση στις αφίξεις τουριστών από τις ΗΠΑ, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι η τουριστική αγορά των ΗΠΑ είναι η πιο σημαντική -από τη Βόρειο Αμερική- για τη χώρα μας. Το 2019 οι αφίξεις από τις ΗΠΑ σημείωσαν σημαντική άνοδο κατά 7,4%, έναντι της πολύ υψηλής αύξησης κατά 27% το 2018.
Το 2019 σημειώθηκε εντυπωσιακή αύξηση βρετανών τουριστών στη χώρα μας (18,9%), παρά την πολιτική αβεβαιότητα σχετικά με το Brexit καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΤΕΠ, την περίοδο 2017-2019 τα ξενοδοχεία της Ελλάδας δαπάνησαν για ανακαινίσεις ποσό ύψους €2,9 δισ., καταγράφοντας μια σταθερή επένδυση 1 δισ. ευρώ ανά έτος. Η έρευνα αναδεικνύει την τεράστια συμβολή των ξενοδοχείων της χώρας σε επενδύσεις και απασχόληση, γεγονός που υποδηλώνει τον καταλυτικό ρόλο των ξενοδοχείων στον τουριστικό κλάδο, αλλά και ευρύτερα στην ελληνική οικονομία. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις των ξενοδόχων για τα βασικά τους μεγέθη το 2020 είναι ότι θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, με ποσοστά από 50%-65%. Το 25% περίπου των ερωτηθέντων δήλωσε ότι για το 2020 περιμένει αύξηση στην τιμή, την πληρότητα και τον κύκλο εργασιών. Το πόρισμα της μελέτης, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώνει τη βελτίωση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, που είναι βασική παράμετρος για την προσέλκυση περισσότερων τουριστών στη χώρα μας και επομένως για τη βελτίωση των προοπτικών του κλάδου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο των ξενοδοχείων 5 και 4 αστέρων στο σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων αυξήθηκε από 11,7% το 2004 σε 21,8% το 2018, ενώ το πλήθος των ξενοδοχειακών μονάδων αυξήθηκε από 8.899 σε 9.783 (+9,9%) αντίστοιχα.
Μια άλλη παράμετρος που επιβεβαιώνει την υψηλή ποιότητα των εγχώριων ξενοδοχειακών μονάδων, είναι η πρώτη θέση που κατέχει η χώρα μας στο Γενικό Δείκτη Ικανοποίησης των Ξενοδοχείων (87,5%), σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές της, τον Ιανουάριο 2020 (INSETE). Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Κροατία με 86,3% ενώ ακολουθούν η Κύπρος και η Ισπανία με 85,9% και 85,3% αντίστοιχα. Έπεται η Ιταλία με 84,2% και ακολουθεί η Τουρκία με 83,2%. Στην τελευταία θέση βρίσκεται η Γαλλία με 78,7% (Γράφημα 4).
Ωστόσο, εκτός από τις θετικές προοπτικές για το 2020, ο κλάδος του τουρισμού αντιμετωπίζει και σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες συνοψίζονται στις εξής:
Η συνέχιση της πτωτικής τάσης που παρατηρήθηκε το 2019 στις τουριστικές αφίξεις από τη Γερμανία, η οποία παραδοσιακά αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές αγορές για τον τουριστικό κλάδο στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι αφίξεις από τη Γερμανία σημείωσαν πτώση κατά 8,1% το 2019, έναντι αύξησης 18,2% το 2018, γεγονός που συνδέεται με την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητάς της.
Η επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης στη Ζώνη του Ευρώ το 2019 και μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης το 2020 (εξαιτίας παραγόντων όπως η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού, η αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων, οι εντεινόμενες προσφυγικές ροές και κυρίως οι αρνητικές επιπτώσεις από το ξέσπασμα της επιδημίας του κορωνοϊού Covid-19 που αναλύθηκαν εκτενώς στο πρώτο τμήμα του παρόντος Δελτίου) ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις αφίξεις και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις”.