Σε χαλάρωση των μέτρων εισόδου που επιβλήθηκαν για τη διαχείριση της πανδημίας προχωράει και η Γερμανία, σύμφωνα με τροποποίηση του σχετικού διατάγματος, η οποία εγκρίθηκε από το ομοσπονδιακό υπουργικό συμβούλιο.
Η τρέχουσα παραλλαγή Omicron του κορωνοϊού προκαλεί λιγότερο σοβαρές επιπτώσεις της νόσου, σε σχέση με τι παραλλαγές που επικρατούσαν προηγουμένως, όπως η Delta. Ως εκ τούτου, το ομοσπονδιακό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε:
-Από την 1η Ιουνίου και μετά, όσοι αλλοδαποί ταξιδιώτες επιθυμούν τα εισέλθουν στη Γερμανία δεν θα χρειάζεται πλέον να παρουσιάζουν για την είσοδό τους στη χώρα απόδειξη εμβολιασμού, ανάρρωσης ή αρνητικό αποτέλεσμα εξέτασης ανίχνευσης του ιού.
-Εξαίρεση αποτελούν όσοι προέρχονται από περιοχές όπου εντοπίζονται παραλλαγές του ιού. Σε αυτή την περίπτωση εξακολουθούν να ισχύουν οι υφιστάμενοι αυστηροί κανονισμοί καταγραφής, απόδειξης και καραντίνας.
-Όσον αφορά τα εμβόλια, στο μέλλον θα πρέπει να αναγνωρίζονται όλα τα εμβόλια που είναι, ήδη, αναγνωρισμένα από τον ΠΟΥ, ανάμεσά τους τα Sinova, Sinopharm ή Coronavac κινεζικής προέλευσης ή το Covaxin, ινδικής προέλευσης.
-Η κατηγορία των περιοχών υψηλού κινδύνου θα διαγραφεί.
Τι ισχύει για τις περιοχές παραλλαγής του ιού
Παρόλο που επί του παρόντος δεν υπάρχουν περιοχές που να θεωρούνται περιοχές παραλλαγής του ιού, προκειμένου να είναι σε θέση η χώρα να αντιδράσει γρήγορα εάν εμφανιστούν νέες επικίνδυνες παραλλαγές και, συνεπώς, πρέπει να οριστούν εκ νέου περιοχές παραλλαγών ιών, θα διατηρηθούν οι αυστηροί κανόνες για την είσοδο από τέτοιες περιοχές.
Τα κρούσματα κορωνοϊού μειώνονται, ο κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Robert Koch (RKI), οι λοιμώξεις από κορωνοϊό και οι εισαγωγές στα νοσοκομεία συνεχίζουν να μειώνονται σημαντικά. Το RKI ανακοίνωσε στην εβδομαδιαία έκθεσή του για την περίοδο από 16 έως 22 Μαΐου ότι η επίπτωση των επτά ημερών είχε μειωθεί κατά 28,8%, σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα, με το Ινστιτούτο να καταγράφει 350 μολύνσεις ανά 100.000 κατοίκους, σε επτά ημέρες.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους αριθμούς, το RKI εξακολουθεί να αξιολογεί τον κίνδυνο για τον πληθυσμό ως υψηλό.