Στο ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο του 54,1% έχουν φθάσει τα μη εξυπηρετούμενα -“κόκκινα”- δάνεια του τομέα του Τουρισμού στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016, έναντι 45,1% του συνόλου της Οικονομίας, ανέφερε στην ομιλία του στο ετήσιο συνέδριο του ΣΕΤΕ , ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Ο κ. διοικητής συμπλήρωσε μάλιστα με νόημα ότι “Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο του αντίστοιχου δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του συνόλου της οικονομίας (45,1%). Το φαινόμενο θα πρέπει να ερευνηθεί και να αντιμετωπισθεί”.
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας / ksd photo
Ακόμη ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι “…εάν το χρέος δεν κριθεί βιώσιμο δεν είναι εφικτή η έξοδος στις αγορές”, ενώ υπογράμμισε ότι οι υπηρεσίες της ΤτΕ αναμένουν ” Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 2,7% το 2017 υπό την προϋπόθεση να ολοκληρωθεί γρήγορα η δεύτερη αξιολόγηση της οικονομίας από τους δανειστές”.
Ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ότι η σταδιακή βελτίωση της οικονομίας αρχίζει να απεικονίζεται και στην πορεία αρκετών μακροοικονομικών δεικτών, όπως στην βιομηχανική παραγωγή , στις λιανικές πωλήσεις (αυξήθηκαν κατά 9,7% τον Ιούλιο), στη δημιουργία 237.817 νέων θέσεων εργασίας στο οκτάμηνο και τέλος την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας σε 23,1%, έναντι 24,9% το προηγούμενο τρίµηνο και 24,6% το αντίστοιχο τρίµηνο του 2015. Η ΤτΕ προβλέπει ότι η ανάκαµψη της οικονοµικής δραστηριότητας που ξεκινά από το β’ εξάµηνο του 2016 θα συνεχιστεί και το 2017 και 2018. Συγκεκριμένα, το 2016 αναµένεται µικρή µείωση του ΑΕΠ, της τάξεως του 0,3%, και ανάπτυξη 2,5% και 3% για το 2017 και 2018 αντίστοιχα.
Τέλος ο κ. Στουρνάρας εξήγησε την διαδικασία συγκέντρωσης και επεξεργασίας των στατιστικών στοιχείων του Τουρισμού, από τις υπηρείσες της ΤτΕ, με αφορμή διάφορα σχόλια αναφορικά με την ακρίβεια των στοιχείων, τονίζοντας την ορθότητα της διαδικασίας αυτής.
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος στο συνέδριο του ΣΕΤΕ, με θέμα «Η Ελληνική οικονομία και η συμβολή του τουρισμού στην ανάπτυξη» , έχει ως εξής:
“Το στίγμα της εφαρμογής του προγράμματος
Βρισκόμαστε σήμερα στο ένα τρίτο περίπου της διάρκειας του προγράμματος, που συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του 2015 και τελειώνει τον Ιούνιο του 2018.
Η συμφωνία αυτή αναπροσανατόλισε την οικονομική πολιτική σε ρεαλιστικές κατευθύνσεις και ήταν η μόνη λύση απέναντι στους μεγάλους κινδύνους, που το καλοκαίρι του 2015 ήταν προ των πυλών.
Σε αυτό το ενδιάμεσο σημείο εκτιμούμε ότι η εφαρμογή του προγράμματος έχει προχωρήσει, με βραδείς μεν ρυθμούς, αλλά με αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα:
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και η πρόσφατη υλοποίηση του δεύτερου τμήματος των προαπαιτούμενων δράσεων είχε θετική επίδραση στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενίσχυσε τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας. Η εξέλιξη είχε πολλαπλά οφέλη, τα οποία έχουν θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα, και εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα το β’ εξάμηνο του 2016.
Ειδικότερα, η επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), καθιστά πλέον δυνατή την πιο φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων. Επίσης, η υποχώρηση της αβεβαιότητας, η σταθεροποίηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί ως προς την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών, συνέβαλαν στη μείωση του ανώτατου ορίου παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες από τις αρχές Ιουνίου 2016 έως σήμερα κατά 16,3 δισεκ. ευρώ συνολικά, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 51,8 δισεκ. ευρώ.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την άρση των περιορισμών ανάληψης μετρητών, όταν προέρχονται από νέες καταθέσεις σε μετρητά (νέο χρήμα), αναμένεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία θα επιτρέψει την περαιτέρω χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
Η σταδιακή βελτίωση της οικονομίας αρχίζει να απεικονίζεται και στην πορεία αρκετών μακροοικονομικών δεικτών. Ειδικότερα:
• Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 2,0% σε ετήσια βάση το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2016, εξαιτίας κυρίως της σημαντικής ανόδου της μεταποίησης (αύξηση κατά 4,8% σε ετήσια βάση).
• Ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 9,7% τον Ιούλιο του 2016 σε ετήσια βάση, ενώ ο εποχικά διορθωμένος δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 4,9% τον Ιούλιο του 2016, σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
• Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2016 ήταν θετικό, με τη δημιουργία 237.817 νέων θέσεων εργασίας, υπερβαίνοντας κατά 51.793 θέσεις εργασίας την αντίστοιχη περίοδο του 2015.
• Στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ κατά το β’ τρίμηνο του 2016, υποδηλώνουν υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας σε 23,1%, έναντι 24,9% το προηγούμενο τρίµηνο και 24,6% το αντίστοιχο τρίµηνο του 2015.
Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ανάκαµψη της οικονοµικής δραστηριότητας που ξεκινά από το β’ εξάµηνο του 2016 και συνεχίζεται τα έτη 2017 και 2018. Συγκεκριμένα, το 2016 αναµένεται µικρή µείωση του ΑΕΠ, της τάξεως του 0,3%, και ανάπτυξη 2,5% και 3% για το 2017 και 2018 αντίστοιχα. Οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις, που έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς, θα υλοποιηθούν και θα ολοκληρωθεί εγκαίρως η εκταμίευση των σχετικών δόσεων, προκειμένου να ενισχυθεί η ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς και στο ότι θα συνεχιστεί η διευκολυντική νοµισµατική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού, προβλέπεται ότι η καθοδική πορεία των τιµών θα ανακοπεί το 2016 και θα υπάρξει σταδιακή αύξηση το 2017 και το 2018. Η αποκλιµάκωση του ποσοστού ανεργίας αναµένεται να συνεχιστεί με αργούς ρυθμούς το 2016, ενώ προβλέπεται να επιταχυνθεί την περίοδο 2017-2018.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν. Τυχόν καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και ιδιαίτερα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και την εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση.
Παράλληλα, εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι και αβεβαιότητα για την πορεία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στη σχεδιαζόμενη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), καθώς και σε ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης. Επίσης, κίνδυνοι ελλοχεύουν από ενδεχόμενη έξαρση του προστατευτισμού, καθώς και πιο απλουστευτικές προσεγγίσεις σε περίπλοκα προβλήματα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, που εδράζονται στον απομονωτισμό και όχι στη συνεργασία και το συντονισμό. Οι κίνδυνοι αυτοί θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αφενός μέσω αρνητικών επιπτώσεων στον τουρισμό και το εμπόριο, αφετέρου μέσω της βραδύτερης του αναμενομένου αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, εξαιτίας της αποστροφής ανάληψης κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές.
Συνεπώς, για την αντιμετώπιση των παραπάνω κινδύνων και την επιβεβαίωση των θετικών προοπτικών υπάρχουν μπροστά μας μια σειρά από μεγάλα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά και που θα κρίνουν τελικά την έκβαση του προγράμματος στο σύνολό του και την έξοδο στις αγορές αμέσως μετά.
1ον Επιτάχυνση της εφαρμογής του προγράμματος
Το πρώτο και σημαντικότερο είναι η προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και κυρίως η επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, που έχουν αποφασισθεί. Στις αμέσως επόμενες μέρες, αρχίζει η δεύτερη αξιολόγηση, που περιλαμβάνει μια σειρά ουσιώδεις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με προσδοκώμενα οφέλη για την οικονομική δραστηριότητα. Η αξιολόγηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί χωρίς καθυστερήσεις. Αν συμβεί αυτό, οι θετικές επιπτώσεις θα γίνουν γρήγορα αισθητές και θα ισχυροποιηθεί η πρόβλεψη ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με επιταχυνόμενους ρυθμούς από το 2017 και μετά.
2ον Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Το δεύτερο, εξίσου σοβαρό, ζήτημα που αφορά τις τράπεζες, την Κυβέρνηση αλλά και την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι η ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος, για να αποκατασταθούν οι κανονικές συνθήκες χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα. Η ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος και η απελευθέρωση πόρων για τη χρηματοδότηση της οικονομίας προϋποθέτουν την αντιμετώπιση του μεγαλύτερου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όσο το δυνατόν συντομότερα.
Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης αλλά και για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και τομέων της οικονομίας.
Γι αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εντείνει τις προσπάθειες, προωθώντας, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, σημαντικές πρωτοβουλίες που πρέπει να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν τους επόμενους μήνες. Αναφέρω ενδεικτικά:
– τη διαμόρφωση δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη),
– την αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους,
– τη βελτίωση των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού πλαισίου,
– την αναμόρφωση της νομοθεσίας με στόχο τη διασφάλιση της συμμετοχής των παλαιών μετόχων στην εξυγίανση των επιχειρήσεων ή, στην περίπτωση αδυναμίας τους, την άμεση αποχώρησή τους.
Παράλληλα, όμως, απαιτείται πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, από την πλευρά των τραπεζών, με έμφαση σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων και στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων, με τη συμμετοχή των μετόχων.
Στη μακρά περίοδο της κρίσης, ο ιδιωτικός τομέας έχει καταβάλει υψηλό τίμημα. Αβεβαιότητα, καταρρέουσα ζήτηση, περιορισμός της χρηματοδότησης και υψηλός δανεισμός από το παρελθόν οδήγησαν πολλές επιχειρήσεις σε πτώχευση, χιλιάδες εργαζομένους σε ανεργία και σε πολλαπλασιασμό του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Καταγράφουμε, όμως, παράλληλα, και κλάδους της οικονομίας, οι οποίοι επλήγησαν λιγότερο ή καθόλου από την κρίση, αλλά δεν μειώνουν – όπως θα ήταν εύλογα αναμενόμενο – το ποσοστό δανείων που δεν εξυπηρετείται.
Όσον αφορά τις δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με τον τουρισμό (καταλύματα και δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης), κατά τη διάρκεια της κρίσης, παρατηρείται αύξηση του μεριδίου τους τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας όσο και στην απασχόληση.
Παράλληλα, όμως, καταγράφηκε αύξηση και στο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των δανείων της εν λόγω κατηγορίας, με αποτέλεσμα στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016 να ανέλθει σε 54,3%. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο του αντίστοιχου δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του συνόλου της οικονομίας (45,1%). Το φαινόμενο θα πρέπει να ερευνηθεί και να αντιμετωπισθεί.
3ον Το χρέος
Η τρίτη σημαντική πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε άμεσα είναι η έναρξη ουσιαστικών συζητήσεων με τους εταίρους για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Η ελάφρυνση του χρέους είναι εξαιρετικής σημασίας όχι μόνο μακροπρόθεσμα, αλλά και βραχυπρόθεσμα. Διότι, εάν το ελληνικό χρέος δεν κριθεί βιώσιμο, η προβλεπόμενη έξοδος στις αγορές το 2018 δεν είναι εφικτή. Πρέπει, συνεπώς, οι συνομιλίες να αρχίσουν τώρα και να ολοκληρωθούν όσο το δυνατόν συντομότερα. Άλλωστε, η συζήτηση για το χρέος συνιστά δέσμευση των εταίρων από το 2012, η οποία επαναλήφθηκε τον περασμένο Μάιο, αλλά δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί.
Ο ρόλος του τουρισμού στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο
Αναμφισβήτητα, τα προβλήματα που προανέφερα είναι μεγάλα και δυσεπίλυτα. Πιστεύω, όμως, ότι είναι δυνατόν να τα υπερβούμε, εάν πολιτευθούμε με σύνεση, αποφασιστικότητα και συνεννόηση. Πιστεύω επίσης ότι η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε βιώσιμη ανοδική τροχιά, μέσα από ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, εκμεταλλευόμενη τα δυναμικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα, καθώς και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Στην πορεία αυτή ο τουρισμός έχει κεντρικό ρόλο να διαδραματίσει για τους ακόλουθους λόγους:
– Είναι κατ εξοχήν εξωστρεφής δραστηριότητα.
– Επλήγη λιγότερο από την ύφεση και διατήρησε το παραγωγικό του δυναμικό. Ειδικότερα, από το 2013 και μετά, έχει να επιδείξει αξιόλογες αναπτυξιακές επιδόσεις, όπως προανέφερα.
– Δεύτερον, συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Το 2015 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις συνεισέφεραν άμεσα περίπου 8% του ΑΕΠ, έναντι 5% το 2008. Σε όρους µακροοικονοµικών πολλαπλασιαστών, διάφορες μελέτες εκτιµούν ότι για κάθε 1 ευρώ που ξοδεύεται ως τουριστική δαπάνη, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 2,2-2,6 ευρώ. Και καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι οι κλάδοι που επωφελούνται περισσότερο από την ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος είναι το εµπόριο, οι χρηµατοοικονοµικές υπηρεσίες, η διαχείριση ακίνητης περιουσίας, οι κατασκευές και η µεταποίηση.
– Όσον αφορά τις εξαγωγικές επιδόσεις της οικονοµίας, για το 2014 οι τουριστικές υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 43% των συνολικών εισπράξεων του ισοζυγίου υπηρεσιών, ενώ οι καθαρές τουριστικές εισπράξεις (εισπράξεις µείον πληρωµές) καλύπτουν το 62% του πλεονάσµατος του ισοζυγίου υπηρεσιών. Το 2015, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης των κεφαλαιακών περιορισμών στην ναυτιλία, αυξήθηκε η βαρύτητα των τουριστικών εισπράξεων σε 50,6% των συνολικών εισπράξεων του ισοζυγίου υπηρεσιών, ενώ οι καθαρές τουριστικές εισπράξεις αποτελούσαν περίπου το 71% του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών.
– Τρίτον, η δραστηριότητα εκσυγχρονίζεται και βελτιώνεται ποιοτικά το τουριστικό προϊόν: Αναζήτηση νέων αγορών, προβολή και αξιοποίηση του πολιτιστικού προϊόντος της Ελλάδος, νέες πρωτοποριακές μονάδες, προβολή και αξιοποίηση των πόλεων.
Οι έρευνες της Τράπεζας της Ελλάδος
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει τη σημασία του τουρισμού για την ελληνική οικονομία και κατανοεί ότι η έγκαιρη και αντικειμενική πληροφόρηση για την εξέλιξη των τουριστικών μεγεθών είναι απαραίτητη για την άσκηση των δραστηριοτήτων που της έχουν ανατεθεί. Αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή αξιόπιστων και διαχρονικά συγκρίσιμων στατιστικών στοιχείων στον τομέα του τουρισμού. Για το λόγο αυτό, προχωρούμε πέρα από ό,τι απαιτείται για την κάλυψη των υποχρεώσεών μας προς την ΕΚΤ και τους διεθνείς οργανισμούς, και συλλέγουμε πληρέστερα στοιχεία για τον τομέα αυτό.
Από το 2002 η Τράπεζα της Ελλάδος διεξάγει την Έρευνα Συνόρων με στόχο, όχι μόνο την καταγραφή των εισερχόμενων και εξερχόμενων ταξιδιωτών, αλλά κυρίως τον υπολογισμό της δαπάνης στην Ελλάδα. Η έρευνα για τους εισερχόμενους ταξιδιώτες βασίζεται σε ένα ιδιαίτερα μεγάλο δείγμα τουλάχιστον 25.000 εισερχόμενων επισκεπτών. Η Έρευνα Συνόρων είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις οδηγίες των διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, ΕΚΤ, EUROSTAT). Ειδικότερα, οι αντικριζόμενες στατιστικές (mirror statistics), που υπολογίζονται σε ετήσια βάση από τη EUROSTAT (στο πλαίσιο του Travel Working Group), αναδεικνύουν πλήρη ταύτιση των στοιχείων δαπανών και κίνησης ταξιδιωτών της Ελλάδας με τα αντίστοιχα στοιχεία των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ-28, καθώς οι αποκλίσεις κυμαίνονται σε επίπεδα κάτω του 2%. Η έρευνα, που είναι από τις πληρέστερες στην ΕΕ, πραγματοποιείται στα 12 μεγαλύτερα αεροδρόμια της χώρας, που καλύπτουν περίπου το 95% των επισκεπτών, σε όλα τα λιμάνια εισόδου της χώρας και στα έξι κυριότερα οδικά σημεία εισόδου. Τα στοιχεία που προκύπτουν συνδυάζονται με διοικητικά στοιχεία και γίνονται τακτικές συγκρίσεις με τα στοιχεία των χωρών προέλευσης των επισκεπτών, έτσι ώστε να είναι σύμφωνα με τους κανόνες που τίθενται από τους ελέγχους ποιότητας που πραγματοποιεί η ΕΚΤ.
Η Έρευνα Συνόρων πραγματοποιείται κατά την αναχώρηση των επισκεπτών, όταν πλέον γνωρίζουν ακριβώς τις δαπάνες που πραγματοποίησαν. Για τον υπολογισμό της δαπάνης, οι ερωτώμενοι δίνουν εκτίμηση α) της συνολικής δαπάνης τους, β) του μέρους αυτής που πραγματοποιήθηκε εκτός Ελλάδας (π.χ. σε ταξιδιωτικό πρακτορείο, απευθείας σε αεροπορική εταιρεία, κ.λπ.) και αφορά στην κάλυψη των εισιτηρίων, της διαμονής, άλλων υπηρεσιών ή πακέτου κρουαζιέρας, γ) πιο ειδικά, και εφόσον το γνωρίζουν, το μέρος της δαπάνης που πραγματοποιήθηκε εκτός Ελλάδας και αφορά στην αγορά του εισιτηρίου, και δ) την κατανομή της δαπάνης που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε διαμονή, εστίαση, μετακινήσεις, ψυχαγωγία, αγορές.
Η Έρευνα Συνόρων πραγματοποιείται συνεχώς με σταθερή μεθοδολογία, ώστε να είναι δυνατή η διαχρονική συγκρισιμότητα των στοιχείων, επεκτείνεται όμως και προσαρμόζεται, ανταποκρινόμενη στις αλλαγές των διεθνών κανόνων και τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις πληροφόρησης. Από την αρχή του 2016 στην Έρευνα Συνόρων προστέθηκε ειδική ερώτηση για το γεωγραφικό προορισμό μέσα στην Ελλάδα των εισερχόμενων ταξιδιωτών, και τα πρώτα στοιχεία αναμένεται να δημοσιευθούν προς το τέλος του έτους. Τα στοιχεία αυτά θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα και στην ανάπτυξη των Δορυφόρων Λογαριασμών του τουρισμού, που είναι πάγιο αίτημα. Επιπλέον της Έρευνας Συνόρων, η ΤτΕ πραγματοποιεί από το 2012 ειδική έρευνα για την κρουαζιέρα. Η έρευνα αυτή, μοναδική στην Ευρώπη, βασίζεται κυρίως σε διοικητικά στοιχεία από 16 κύρια λιμάνια που καλύπτουν το 85% της συνολικής κίνησης κρουαζιέρας, τα οποία από φέτος εμπλουτίζονται με στοιχεία προερχόμενα από στοχευμένες δειγματοληπτικές έρευνες.
Πρόσφατες εξελίξεις
Κατά το 2016, ο ελληνικός τουρισμός αντιμετώπισε μια σειρά από ιδιαίτερες προκλήσεις μετά το ρεκόρ αφίξεων και εσόδων που σημειώθηκαν το 2015. Υπενθυμίζω ότι το 2015 η Ελλάδα υποδέχθηκε περισσότερους από 26 εκατομμύρια τουρίστες, εμφανίζοντας μια αύξηση του αριθμού τους κατά 7,6%, ενώ τα έσοδα της χώρας ξεπέρασαν τα 14 δισεκατομμύρια, παρουσιάζοντας αύξηση 5,5%. Πέρα από την πολύ αργή ανάπτυξη στην Ευρώπη, από όπου προέρχονται οι περισσότεροι επισκέπτες, η προσφυγική κρίση σε συνδυασμό με γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή μας και τους αυξημένους φόβους για την τρομοκρατία, αποθάρρυναν την έλευση επισκεπτών. Υπολογίζεται ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, όταν και οι συνέπειες της προσφυγικής κρίσης ήταν εντονότερες, οι οδικές αφίξεις μειώθηκαν κατά 15%, ενώ μέχρι σήμερα οι αεροπορικές αφίξεις στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου εμφανίζονται ιδιαίτερα μειωμένες. Η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτέλεσε ένα επιπλέον αρνητικό στοιχείο. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι τον Ιούλιο, πρώτο μήνα μετά το Βρετανικό δημοψήφισμα, η μείωση των δαπανών Βρετανών επισκεπτών στη χώρα μας υπερέβη το 35%, ενώ μέχρι τότε οι Βρετανοί αποτελούσαν μια από τις πιο δυναμικές κατηγορίες επισκεπτών. Χωρίς τη μείωση αυτή, τα συνολικά έσοδα τον Ιούλιο θα είχαν αυξηθεί, ενώ τελικά παρατηρήθηκε μείωση.
Οι παράγοντες του τουρισμού στη χώρα μας προσπάθησαν να απαντήσουν στις εξωτερικές προκλήσεις εντείνοντας τις προσπάθειες προσέλκυσης επισκεπτών. Διατηρείται και το 2016 η ανοδική τάση στον αριθμό των αφικνουμένων επισκεπτών. Σε κάποιο βαθμό, όμως, αυτό επιτεύχθηκε με την προσφορά ιδιαίτερα ανταγωνιστικών τιμών, στοιχείο που τελικά επέδρασε αρνητικά στο σύνολο των ταξιδιωτικών εισπράξεων, οι οποίες πιθανότατα θα παρουσιάσουν κάμψη για το σύνολο του έτους, κατά τι ταχύτερη από το μέσο όρο μείωσης της τελευταίας δεκαετίας. Ένα θετικό στοιχείο όμως είναι ότι ανακόπηκε η καθοδική τάση του μέσου χρόνου παραμονής στη χώρα μας, και το πρώτο εξάμηνο του 2016 είδαμε μια μικρή αύξηση.
Η διαφοροποίηση της τουριστικής «ζήτησης»
Η μείωση των τουριστικών εισπράξεων, παρά την άνοδο των επισκεπτών, επιτάθηκε, όπως προανέφερα, από τη μείωση των τιμών. Υποκρύπτει όμως και μια πιο μακροχρόνια τάση, δηλαδή την υποχώρηση των δαπανών ανά επισκέπτη και ανά διανυκτέρευση που εντοπίζεται τα τελευταία χρόνια. Από το 2005 παρατηρείται τάση μείωσης της δαπάνης ανά επισκέπτη της τάξης του 2,5% ετησίως, με αποτέλεσμα αυτή να έχει πλέον υποχωρήσει στα 598 ευρώ ανά επισκέπτη τον Ιούλιο φέτος, ενώ ήταν 746 ευρώ το 2005. Σε κάποιο βαθμό αυτό αντανακλά την τάση μείωσης του μέσου χρόνου παραμονής στη χώρα, ο οποίος από 10,7 ημέρες το 2005 υποχώρησε στις 7,2 ημέρες το 2015. Αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι αλλάζει τόσο η εισοδηματική κατάσταση των επισκεπτών, καθώς η Ελλάδα προσελκύει λιγότερους επισκέπτες υψηλού εισοδήματος, όσο και το μίγμα των χωρών προέλευσης επισκεπτών, αλλά και μακροχρόνιων τάσεων στην παγκόσμια οικονομία, όπως η είσοδος νέων ανταγωνιστριών χωρών, αλλά και η χρήση του διαδικτύου που επιτρέπει τη σύγκριση τιμών και εντείνει τον ανταγωνισμό. Εξάλλου, οι αφίξεις, κυρίως από παραδοσιακές αγορές (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία κλπ), πλησιάζουν τα όρια κορεσμού. Αυτό σημαίνει ότι και το πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης πρέπει να προσαρμοσθεί, στοχεύοντας στην περαιτέρω αναβάθμιση του προϊόντος και την εξειδίκευση.
Δηλαδή:
• Αύξηση του αριθμού των αγορών–στόχων, μέσα από κατάλληλες πολιτικές μάρκετινγκ σε κάθε αγορά, με εξειδικευμένη διαφημιστική καμπάνια. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις χώρες που παρουσιάζουν την υψηλότερη δαπάνη ανά διανυκτέρευση.
• Επέκταση της τουριστικής ζήτησης σε όλη τη διάρκεια του έτους, μέσω της ανάπτυξης του τουριστικού προϊόντος και πέραν του παραδοσιακού προτύπου «ήλιος και θάλασσα», με τη δημιουργία διαφοροποιημένων προϊόντων, που θα επικεντρώνονται σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού, όπως ο πολιτιστικός, ο συνεδριακός, ο θρησκευτικός και ο ιατρικός-ιαματικός τουρισμός καθώς και τα θεματικά πάρκα. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην προσέλκυση επισκεπτών για μικρά διαστήματα (city-breaks), που συνήθως έχουν μεγαλύτερη δαπάνη ανά ημέρα και είναι λιγότερο προσανατολισμένοι στους θερινούς μήνες αιχμής.
• Η Ελλάδα πρέπει να γίνει η χώρα από την οποία ξεκινούν ή όπου καταλήγουν οι κρουαζιέρες, και όχι ένας απλός ενδιάμεσος σταθμός.
Μεταρρυθμίσεις
Προς την κατεύθυνση αυτή, στην τόνωση και διαφοροποίηση της τουριστικής ζήτησης, θα συμβάλλουν αποφασιστικά στο μέλλον μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα ενισχύσουν τη μακροχρόνια δυνητική ανάπτυξη µέσα από την άρση υπαρχόντων περιορισµών και την αύξηση του ανταγωνισµού. Παράλληλα, βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες προοπτικές του τουρισμού, συνέβαλαν στην τόνωση των επενδύσεων σε ξενοδοχεία υψηλής ποιότητας (ενδεικτικά, την περίοδο 2009-2014 ο αριθμός των ξενοδοχείων πέντε αστέρων αυξήθηκε κατά 34% και ο αριθμός των κλινών κατά 32%). Συνεπώς, η βελτίωση των μελλοντικών προοπτικών, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, ενθαρρύνει τις επενδύσεις και επιταχύνει την ανάκαμψη. Η θετική εμπειρία του τουρισμού θα πρέπει να κάνει δεκτικούς όλους τους κλάδους της οικονομίας στις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και την εξωστρέφεια, και τελικά ωφελούν και αυτούς τους ίδιους τους κλάδους μέσω της αύξησης της ζήτησης του προϊόντος τους.
Ενδεικτικά αναφέρω:
• Την ιδιωτικοποίηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, που θα ενισχύσει την ανταγωνιστική τους θέση και θα επιτρέψει την ανάπτυξη νέων τουριστικών μονάδων σε άμεση αεροπορική σύνδεση με τις πόλεις αναχώρησης.
• Την απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης τουριστικής βίζας επισκεπτών από αναδυόμενες αγορές (Ρωσία, Τουρκία, Κίνα).
• Τις ρυθμίσεις, όπως η άρση του cabotage, που ήδη ενεθάρρυναν την ανάπτυξη του τουρισμού κρουαζιέρας.
• Την ίδρυση ειδικής υπηρεσίας ( “one – stop shop”) του ΕΟΤ για την προώθηση και αδειοδότηση μεγάλων τουριστικών επενδύσεων.
• Την απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης όλων των τουριστικών επιχειρήσεων, με στόχο τη μείωση των διοικητικών δαπανών και του χρόνου αδειοδότησης, καθώς και την επίσπευση των διαδικασιών για την έναρξη τουριστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας (η οποία αφορά κάθε τύπο άδειας, όπως εγκατάσταση, λειτουργία, ίδρυση επιχείρησης και περιβαλλοντικές άδειες), τη διεκπεραίωση αυτών ηλεκτρονικά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυθημερόν.
• Τη δημιουργία νέας μορφής ολοκληρωμένων τουριστικών επιχειρήσεων, των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων. Ως σύνθετα τουριστικά καταλύματα χαρακτηρίζονται τα ξενοδοχειακά καταλύματα πέντε αστέρων που ανεγείρονται σε γήπεδα ίσα ή μεγαλύτερα των 150.000 τ.μ., σε συνδυασμό με α) τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες, οι οποίες έχουν ελάχιστη επιφάνεια 100 τ.μ. και μπορούν να αποτελούν αυτοτελείς ιδιοκτησίες, να μεταβιβάζονται κατά κυριότητα ή να αποτελούν αντικείμενο μακροχρόνιας εκμίσθωσης, και β) εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής, όπως γήπεδα γκολφ, συνεδριακά κέντρα, μαρίνες, κέντρα θαλασσοθεραπείας, μονάδες ιαματικού τουρισμού και κέντρα αναζωογόνησης.
• Την απελευθέρωση του επαγγέλματος των τουριστικών ξεναγών, όπου δίνεται η δυνατότητα σε αρχαιολόγους και ιστορικούς να γίνουν ξεναγοί, κάτι το οποίο δεν ίσχυε στο παρελθόν.
• Την απλοποίηση των διαδικασιών και κατάργηση των περιορισμών στη λειτουργία των τουριστικών πρακτορείων και των εταιρειών ενοικίασης αυτοκινήτων.
• Την καθιέρωση διευρυμένου ωραρίου επισκέψεων μουσείων και αρχαιολογικών χώρων κατά τη διάρκεια της εαρινής περιόδου.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες ενέργειες που μπορούν να γίνουν για την περαιτέρω ενδυνάμωση του τουρισμού, όπως:
• Ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των υπόλοιπων περιφερειακών αεροδρομίων της χώρας.
• Η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού, σε επίπεδο αεροπορικών εταιρειών, καθώς η μείωση των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων θα διευκολύνει την αύξηση της τουριστικής ζήτησης.
• Η αναβάθμιση και αξιοποίηση υποδοµών όπως οι µαρίνες, οι οποίες µπορούν να συµβάλουν στην αύξηση του θαλάσσιου και ναυτικού τουρισµού, ενισχύοντας περαιτέρω την τουριστική κίνηση στην Ελλάδα.
• Η αναβάθμιση των λιµενικών υποδοµών και η συγκρότηση εθνικού σχεδίου ανάπτυξης της κρουαζιέρας ―ειδικά της κρουαζιέρας µε αφετηρία ελληνικό λιµένα (home porting).
Συνολικά, η ενίσχυση των υποδομών είναι προϋπόθεση για την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος. Γι’ αυτό, υπάρχουν πολλά που θα πρέπει να γίνουν. Ιδιαίτερα, θέλω να αναφερθώ στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων, όσον αφορά τον χωροταξικό σχεδιασμό. Αυτό θα επιτρέψει την προσέλκυση νέων επενδύσεων, που θα αναβαθμίσουν το τουριστικό προϊόν.
Την περίοδο της κρίσης οι τουριστικές επιχειρήσεις – όπως άλλωστε όλοι οι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας – αναγκάστηκαν να λειτουργήσουν σε περιβάλλον αυξανόμενης φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία πλήττει την ανταγωνιστικότητα. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επανειλημμένα επισημάνει το ζήτημα και έχει τονίσει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση των δημοσίων δαπανών και όχι στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Εξίσου σημαντική είναι όμως και η προσαρμογή μέσω της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και μέσω των ιδιωτικοποιήσεων.
Αν συμβεί αυτό θα καταστεί ευκολότερη η ελάφρυνση του φορολογικού βάρους, μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση, όσον αφορά τη δημιουργία ενός θεσμικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και την προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με τη μείωση των τιμών, συνέβαλαν στην άνοδο του τουρισμού και μετρίασαν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, μέσω της κλαδικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Η αύξηση των επενδύσεων σε ξενοδοχεία υψηλής ποιότητας και η αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού με αύξηση των διαθέσιμων κλινών, σε συνδυασμό με την προσαρμοστικότητα στις νέες οικονομικές συνθήκες, που επέδειξε η τουριστική δραστηριότητα, πρέπει όχι μόνο να συνεχισθεί αλλά και να ενταθεί, ώστε ο τουρισμός να αποτελέσει κινητήρια δύναμη και παράδειγμα του νέου προτύπου ανάπτυξης που χρειάζεται η χώρα”.