Οι απόψεις του ΙΟΒΕ για τον τρόπο εξόδου της χώρας από την κρίση με ένα μείγμα πολιτικής που στοχεύει παραλλήλως στην δημοσιονομική εξυγίανση και στην οικονομική ανάπτυξη, έχουν διατυπωθεί κατ’ επανάληψη και με ποικίλους τρόπους επικοινωνίας. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών – για την ακρίβεια η ερμηνεία που δόθηκε σε αυτό – μας επιβάλει αφενός να τοποθετηθούμε επί των θέσεων που έχουν διατυπωθεί γύρω από βασικές προτάσεις οικονομικής πολιτικής και αφετέρου να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ακόλουθο επίκαιρο ερώτημα: Υπάρχει κάποιο άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής και διαπραγματευτικής συμπεριφοράς το οποίο μπορεί να είναι λιγότερο οδυνηρό για τον ελληνικό λαό, περισσότερο αποτελεσματικό και συνάμα αποδεκτό στη διεθνή κοινότητα που στηρίζει χρηματοδοτικά την Ελλάδα, με την εφαρμογή του οποίου η χώρα να μπορεί να βγει από την κρίση, παραμένοντας όμως – όπως η μεγάλη πλειοψηφία του λαού καταγράφεται ότι επιθυμεί- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Πριν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θεωρούμε χρήσιμο να υπενθυμίσουμε το ύψος της χρηματοδότησης το οποίο η Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παρέχουν στη χώρα μας μετά τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές το Μαϊο του 2010. Οι συνολικοί πόροι που διατίθενται από τους επίσημους μηχανισμούς χρηματοδότησης, μαζί με τα χρήματα που διατίθενται για την επιβίωση των Ελληνικών τραπεζών, τους (μη δανειακούς) πόρους από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους πόρους για τη στήριξη του εισοδήματος των αγροτών, ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 480 δισ. ευρώ, δηλαδή 240% του ΑΕΠ περίπου. Τα τελευταία μάλιστα δάνεια που χορηγεί η διεθνής κοινότητα στην Ελλάδα διακρίνονται από επιτόκια της τάξης του 2,5% και μακρά περίοδο αποπληρωμής. Χωρίς τη χρηματοδότηση αυτή, η οικονομική και κοινωνική ζωή στον τόπο μας θα ήταν πολύ χειρότερη από τη σημερινή, αφού το επίπεδο ζωής των πολιτών μας και μάλιστα αυτό των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, θα έπρεπε να προσαρμοστεί στους πολύ μικρότερους διαθέσιμους πόρους. Χωρίς τα χρήματα αυτά, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη και να επιστρέψει στη δραχμή. Αυτό συνεπάγεται: (α) δραστική υποτίμηση του νέου νομίσματος και συνεπώς δραστική μείωση των πραγματικών μισθών και συντάξεων (β) ισόποση, με την υποτίμηση, αύξηση του εξωτερικού χρέους, (γ) συναλλαγματική κρίση και αδυναμία εισαγωγής βασικών αγαθών όπως φάρμακα, πετρέλαιο, πρώτες ύλες, δεδομένου ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης των 20 δισ. ευρώ (10 δισ. ευρώ ακόμα και αν δεν ληφθούν υπόψη οι τόκοι του εξωτερικού χρέους), (δ) έξαρση του πληθωρισμού αλλά και της μαύρης αγοράς λόγω της έλλειψης βασικών αγαθών (ε) απότομη μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του ποσοστού ανεργίας . Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που έχει ακολουθηθεί υπήρξε το πλέον κατάλληλο, αφού είναι βέβαιο ότι η δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε έχει επιδράσει υπέρμετρα αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα. Μέρος της ευθύνης αποδίδεται: Πρώτον, στον τρόπο που εφαρμόστηκε η οικονομική πολιτική από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς δεν κατόρθωσε να προωθήσει τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα τις ιδιωτικοποιήσεις. Δεύτερον, στο ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, και όλοι εμείς, δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε το απαιτούμενο κλίμα που θα ξεδίπλωνε εποικοδομητικά και προς τη σωστή κατεύθυνση τις δυνατότητες των Ελλήνων. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι όλοι μας, τα τελευταία διόμιση χρόνια, παραμένουμε θεατές των εξελίξεων χωρίς να συμμετέχουμε ενεργά στην εθνική προσπάθεια για διέξοδο της χώρας από την κρίση. Τρίτον, στο γεγονός ότι υποτιμήθηκαν από την τροϊκα οι υφεσειακές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ και οι κυρίαρχες σήμερα δυνάμεις στην Ευρωζώνη έθεσαν ως απόλυτη προτεραιότητα μόνον την εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η απάντηση λοιπόν στο βασικό μας ερώτημα είναι ότι ναι, υπάρχει κάποιο άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής και διαπραγματευτικής συμπεριφοράς, το οποίο μπορεί να είναι λιγότερο οδυνηρό για τον Ελληνικό λαό, περισσότερο αποτελεσματικό και συνάμα αποδεκτό στη διεθνή κοινότητα που μας στηρίζει χρηματοδοτικά. Διότι μια δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς άμεσες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες κάνει την περίοδο προσαρμογής μακρύτερη και πιο επώδυνη απ’ όσο θα μπορούσε να είναι. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν προς την κατεύθυνση αυτή; Πρέπει κατ’ αρχήν να σκεφθούμε ψύχραιμα, ρεαλιστικά και με σύνεση. Η Ελλάδα είχε ήδη μπει σε ύφεση, και μάλιστα βαθειά ύφεση, πριν έρθει η τροϊκα την άνοιξη του 2010. Διότι το αναπτυξιακό πρότυπο που βασιζόταν σε μεγάλο εξωτερικό δανεισμό, περισσότερες προσλήψεις και μισθολογικές αυξήσεις στον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα είχε αποτύχει, και αυτή η αποτυχία ήταν η κύρια αιτία της ύφεσης. Γι’ αυτό το λόγο αναχρονιστικές πολιτικές που ορισμένοι επιθυμούν να επαναφέρουν σήμερα είναι βέβαιο ότι θα επιδεινώσουν την ύφεση και θα απομακρύνουν κάθε ελπίδα για ανάπτυξη. Το ζητούμενο σήμερα είναι να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας, να επιδιώξουμε τη σύζευξη δημοσιονομικής προσαρμογής και οικονομικής ανάπτυξης μέσω επενδύσεων, ιδιωτικών και δημοσίων, να επιδιώξουμε την αναγνώριση των δυσμενών επιπτώσεων της ύφεσης προσαρμόζοντας το ακολουθούμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και, κυρίως, να είμαστε αξιόπιστοι συνδιαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής όταν η Ευρωζώνη αρχίσει να συζητά μείζονες αλλαγές ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Το ΙΟΒΕ εδώ και καιρό έχει διατυπώσει την άποψη ότι απαιτείται η διαμόρφωση ενός νέου εθνικού αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου, με τη μορφή ενός δεκαετούς προγράμματος ανάπτυξης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, με άξονες την παραγωγική ανασυγκρότηση, την εξωστρέφεια, τις μεταρρυθμίσεις, τη δημοσιονομική προσαρμογή και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το πρόγραμμα αυτό, το οποίο θα εκπονηθεί και θα παρακολουθείται από μία ελληνική διακομματική ομάδα έργου, μπορεί να προταθεί στη διεθνή κοινότητα που παρέχει τους χρηματοδοτικούς πόρους για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, με σκοπό να αντικαταστήσει την τρέχουσα συμφωνία και το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα από την τροϊκα. Μέχρις όμως να εκπονηθεί και εγκριθεί το νέο αυτό πρόγραμμα, η τρέχουσα συμφωνία πρέπει να τηρηθεί για λόγους αξιοπιστίας της Ελλάδας την αμέσως επόμενη κρίσιμη περίοδο, με ορισμένες βασικές προσαρμογές. Το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει: Πρώτον, να επιβεβαιώσει την θελησή της, αντανακλώντας τη βούληση του ελληνικού λαού, να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της Ευρωζώνης. Δεύτερον, να προτείνει τη χρονική μετάθεση και προσαρμογή του στόχου της περαιτέρω μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος για να αποφευχθεί βαθύτερη ύφεση και μεγαλύτερη ανεργία σε σχέση με τα αρχικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης την επέκταση του επιδόματος ανεργίας σε τρία χρόνια για τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα, και το συγκεκριμένο ποσό να εξαιρεθεί από την αναγκαία προσαρμογή του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος. Τρίτον, να προτείνει να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα ποσοτικοί και χρονικοί στόχοι και μέτρα για τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων. Τέταρτον, να προτείνει την άμεση διάθεση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ για ένα μικρό αριθμό, μεγάλων έργων υποδομής πανελλαδικής εμβέλειας, με μηδενική ελληνική συγχρηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση την αύξηση των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων στον Ευρωπαϊκό Νότο. Πέμπτον, να προτείνει την άμεση εκταμίευση 6,5 δισ. ευρώ από το δάνειο των 130 δισ. ευρώ για την εξόφληση των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Έκτον, να συμπράξει με άλλα, πρόθυμα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και να ζητήσει την αλλαγή του μείγματος οικονομικής πολιτικής στο σύνολο της Ευρωζώνης, ούτως ώστε αυτό να μην έχει ως αποκλειστικό στόχο τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, η νέα ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να δεσμευτεί για ταχύτερη εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών που περιέχεται στη Συμφωνία προκειμένου να αυξηθεί η ένταση του ανταγωνισμού στην οικονομία, καθώς και για ταχύτερη εφαρμογή του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, προκειμένου να λειτουργήσει ως καταλύτης αφενός για την προσέλκυση επενδύσεων και αφετέρου για την ταχύτερη εξόφληση του δημόσιου χρέους. Οι περισσότερες από τις παραπάνω προτάσεις, αν και απόλυτα εύλογες, έχουν ωστόσο ένα αδύνατο σημείο: Απαιτούν πρόσθετη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος από τη διεθνή κοινότητα. Για το λόγο αυτό η προσέγγιση αυτή πρέπει υποχρεωτικώς να έχει συναινετικό χαρακτήρα.
Πριν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θεωρούμε χρήσιμο να υπενθυμίσουμε το ύψος της χρηματοδότησης το οποίο η Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παρέχουν στη χώρα μας μετά τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές το Μαϊο του 2010. Οι συνολικοί πόροι που διατίθενται από τους επίσημους μηχανισμούς χρηματοδότησης, μαζί με τα χρήματα που διατίθενται για την επιβίωση των Ελληνικών τραπεζών, τους (μη δανειακούς) πόρους από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους πόρους για τη στήριξη του εισοδήματος των αγροτών, ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 480 δισ. ευρώ, δηλαδή 240% του ΑΕΠ περίπου. Τα τελευταία μάλιστα δάνεια που χορηγεί η διεθνής κοινότητα στην Ελλάδα διακρίνονται από επιτόκια της τάξης του 2,5% και μακρά περίοδο αποπληρωμής. Χωρίς τη χρηματοδότηση αυτή, η οικονομική και κοινωνική ζωή στον τόπο μας θα ήταν πολύ χειρότερη από τη σημερινή, αφού το επίπεδο ζωής των πολιτών μας και μάλιστα αυτό των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, θα έπρεπε να προσαρμοστεί στους πολύ μικρότερους διαθέσιμους πόρους. Χωρίς τα χρήματα αυτά, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη και να επιστρέψει στη δραχμή. Αυτό συνεπάγεται: (α) δραστική υποτίμηση του νέου νομίσματος και συνεπώς δραστική μείωση των πραγματικών μισθών και συντάξεων (β) ισόποση, με την υποτίμηση, αύξηση του εξωτερικού χρέους, (γ) συναλλαγματική κρίση και αδυναμία εισαγωγής βασικών αγαθών όπως φάρμακα, πετρέλαιο, πρώτες ύλες, δεδομένου ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης των 20 δισ. ευρώ (10 δισ. ευρώ ακόμα και αν δεν ληφθούν υπόψη οι τόκοι του εξωτερικού χρέους), (δ) έξαρση του πληθωρισμού αλλά και της μαύρης αγοράς λόγω της έλλειψης βασικών αγαθών (ε) απότομη μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του ποσοστού ανεργίας . Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που έχει ακολουθηθεί υπήρξε το πλέον κατάλληλο, αφού είναι βέβαιο ότι η δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε έχει επιδράσει υπέρμετρα αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα. Μέρος της ευθύνης αποδίδεται: Πρώτον, στον τρόπο που εφαρμόστηκε η οικονομική πολιτική από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς δεν κατόρθωσε να προωθήσει τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα τις ιδιωτικοποιήσεις. Δεύτερον, στο ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, και όλοι εμείς, δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε το απαιτούμενο κλίμα που θα ξεδίπλωνε εποικοδομητικά και προς τη σωστή κατεύθυνση τις δυνατότητες των Ελλήνων. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι όλοι μας, τα τελευταία διόμιση χρόνια, παραμένουμε θεατές των εξελίξεων χωρίς να συμμετέχουμε ενεργά στην εθνική προσπάθεια για διέξοδο της χώρας από την κρίση. Τρίτον, στο γεγονός ότι υποτιμήθηκαν από την τροϊκα οι υφεσειακές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ και οι κυρίαρχες σήμερα δυνάμεις στην Ευρωζώνη έθεσαν ως απόλυτη προτεραιότητα μόνον την εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η απάντηση λοιπόν στο βασικό μας ερώτημα είναι ότι ναι, υπάρχει κάποιο άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής και διαπραγματευτικής συμπεριφοράς, το οποίο μπορεί να είναι λιγότερο οδυνηρό για τον Ελληνικό λαό, περισσότερο αποτελεσματικό και συνάμα αποδεκτό στη διεθνή κοινότητα που μας στηρίζει χρηματοδοτικά. Διότι μια δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς άμεσες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες κάνει την περίοδο προσαρμογής μακρύτερη και πιο επώδυνη απ’ όσο θα μπορούσε να είναι. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν προς την κατεύθυνση αυτή; Πρέπει κατ’ αρχήν να σκεφθούμε ψύχραιμα, ρεαλιστικά και με σύνεση. Η Ελλάδα είχε ήδη μπει σε ύφεση, και μάλιστα βαθειά ύφεση, πριν έρθει η τροϊκα την άνοιξη του 2010. Διότι το αναπτυξιακό πρότυπο που βασιζόταν σε μεγάλο εξωτερικό δανεισμό, περισσότερες προσλήψεις και μισθολογικές αυξήσεις στον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα είχε αποτύχει, και αυτή η αποτυχία ήταν η κύρια αιτία της ύφεσης. Γι’ αυτό το λόγο αναχρονιστικές πολιτικές που ορισμένοι επιθυμούν να επαναφέρουν σήμερα είναι βέβαιο ότι θα επιδεινώσουν την ύφεση και θα απομακρύνουν κάθε ελπίδα για ανάπτυξη. Το ζητούμενο σήμερα είναι να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας, να επιδιώξουμε τη σύζευξη δημοσιονομικής προσαρμογής και οικονομικής ανάπτυξης μέσω επενδύσεων, ιδιωτικών και δημοσίων, να επιδιώξουμε την αναγνώριση των δυσμενών επιπτώσεων της ύφεσης προσαρμόζοντας το ακολουθούμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και, κυρίως, να είμαστε αξιόπιστοι συνδιαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής όταν η Ευρωζώνη αρχίσει να συζητά μείζονες αλλαγές ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Το ΙΟΒΕ εδώ και καιρό έχει διατυπώσει την άποψη ότι απαιτείται η διαμόρφωση ενός νέου εθνικού αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου, με τη μορφή ενός δεκαετούς προγράμματος ανάπτυξης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, με άξονες την παραγωγική ανασυγκρότηση, την εξωστρέφεια, τις μεταρρυθμίσεις, τη δημοσιονομική προσαρμογή και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το πρόγραμμα αυτό, το οποίο θα εκπονηθεί και θα παρακολουθείται από μία ελληνική διακομματική ομάδα έργου, μπορεί να προταθεί στη διεθνή κοινότητα που παρέχει τους χρηματοδοτικούς πόρους για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, με σκοπό να αντικαταστήσει την τρέχουσα συμφωνία και το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα από την τροϊκα. Μέχρις όμως να εκπονηθεί και εγκριθεί το νέο αυτό πρόγραμμα, η τρέχουσα συμφωνία πρέπει να τηρηθεί για λόγους αξιοπιστίας της Ελλάδας την αμέσως επόμενη κρίσιμη περίοδο, με ορισμένες βασικές προσαρμογές. Το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει: Πρώτον, να επιβεβαιώσει την θελησή της, αντανακλώντας τη βούληση του ελληνικού λαού, να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της Ευρωζώνης. Δεύτερον, να προτείνει τη χρονική μετάθεση και προσαρμογή του στόχου της περαιτέρω μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος για να αποφευχθεί βαθύτερη ύφεση και μεγαλύτερη ανεργία σε σχέση με τα αρχικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης την επέκταση του επιδόματος ανεργίας σε τρία χρόνια για τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα, και το συγκεκριμένο ποσό να εξαιρεθεί από την αναγκαία προσαρμογή του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος. Τρίτον, να προτείνει να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα ποσοτικοί και χρονικοί στόχοι και μέτρα για τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων. Τέταρτον, να προτείνει την άμεση διάθεση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ για ένα μικρό αριθμό, μεγάλων έργων υποδομής πανελλαδικής εμβέλειας, με μηδενική ελληνική συγχρηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση την αύξηση των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων στον Ευρωπαϊκό Νότο. Πέμπτον, να προτείνει την άμεση εκταμίευση 6,5 δισ. ευρώ από το δάνειο των 130 δισ. ευρώ για την εξόφληση των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Έκτον, να συμπράξει με άλλα, πρόθυμα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και να ζητήσει την αλλαγή του μείγματος οικονομικής πολιτικής στο σύνολο της Ευρωζώνης, ούτως ώστε αυτό να μην έχει ως αποκλειστικό στόχο τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, η νέα ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να δεσμευτεί για ταχύτερη εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών που περιέχεται στη Συμφωνία προκειμένου να αυξηθεί η ένταση του ανταγωνισμού στην οικονομία, καθώς και για ταχύτερη εφαρμογή του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, προκειμένου να λειτουργήσει ως καταλύτης αφενός για την προσέλκυση επενδύσεων και αφετέρου για την ταχύτερη εξόφληση του δημόσιου χρέους. Οι περισσότερες από τις παραπάνω προτάσεις, αν και απόλυτα εύλογες, έχουν ωστόσο ένα αδύνατο σημείο: Απαιτούν πρόσθετη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος από τη διεθνή κοινότητα. Για το λόγο αυτό η προσέγγιση αυτή πρέπει υποχρεωτικώς να έχει συναινετικό χαρακτήρα.
Προφανώς είναι ενδιαφέρουσες οι απόψεις του ΙΟΒΕ…