Η σημαντική ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς ακινήτων έχει ως αποτέλεσμα ο ρυθμός αύξηση των τιμών κατοικιών να υπερβαίνει τον ρυθμό αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ένα αυξανόμενο ζήτημα εξασφάλισης προσιτής κατοικίας, διαπιστώνει ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του τεύχους ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, πρόεδρος του ΚΕΠΕ «Στην αγορά ακινήτων, η ανάκαμψη των τιμών υπερβαίνει τον ρυθμό αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό δημιουργεί φραγμούς στην πρόσβαση σε προσιτή στέγαση, ιδιαίτερα για νέους και ευάλωτα νοικοκυριά. Η επενδυτική δραστηριότητα ενισχύθηκε από προγράμματα όπως η «Χρυσή Βίζα», αλλά η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια έχει μειωθεί από το 2022, πιθανότατα λόγω αυξανόμενων επιτοκίων και τιμών. Παράλληλα, η στεγαστική πίστη συρρικνώνεται, ενώ προγράμματα όπως το «Σπίτι μου» αναμένεται να συμβάλουν θετικά. Χρειάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις για την εξισορρόπηση προσφοράς και προσιτότητας. Η στέγαση αναδεικνύεται έτσι σε νέα κοινωνική πρόκληση».
Ειδικότερα, όπως σημειώνεται στην μελέτη της Άρτεμις Στρατοπούλου, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα έχουν επιστρέψει σε ανοδική τροχιά από το 2018, καταγράφοντας αύξηση 8,7% το 2024, ύστερα από μια επίμονα πτωτική πορεία κατά την περίοδο 2009-2017.
Οι αυξανόμενες τιμές των οικιστικών ακινήτων οφείλονται , μεταξύ άλλων, και στην εφαρμογή του προγράμματος της «Χρυσής Βίζας», το οποίο υιοθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 2013. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ζήτηση για στέγαση από τους ξένους επενδυτές εκτοξεύτηκε, επιταχύνοντας τις συναλλαγές ακινήτων και ωθώντας τις τιμές κατοικιών προς τα πάνω. Η τάση αυτή έλαβε μεγάλες διαστάσεις, ιδιαιτέρως σε μεγάλες πόλεις όπως η Αθήνα και σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος.
Η επένδυση σε οικιστικά ακίνητα έγινε θετική ξανά από το 2018, με τα υψηλότερα μερίδια συνεισφορών να σημειώνονται τα έτη 2022 και 2023. Στοιχεία που αφορούν το 2023 δείχνουν ότι σχεδόν το 30% των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων κατευθύνθηκε στην αγορά ακινήτων για το συγκεκριμένο έτος, με τους κλάδους της μεταποίησης και των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων να ακολουθούν με ποσοστά 14,2% και 9,1%, αντίστοιχα.
Παρ’ όλα αυτά, από το 2024, τα όρια για την παραχώρηση «Χρυσής Βίζας» τροποποιήθηκαν ως εξής:
Επένδυση τουλάχιστον 800.000 ευρώ για την περιοχή της Αττικής, τις περιφερειακές ενότητες της Θεσσαλονίκης, τη Μύκονο, και τη Σαντορίνη, καθώς και τα νησιά με πληθυσμό πάνω από 3.100 κατοίκους. Για τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας, η αξία της επένδυσης σε ακίνητα τέθηκε στις 400.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, η επένδυση θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ένα μόνο ακίνητο και όχι σε πολλαπλά μικρότερης αξίας. Η αύξηση των ορίων επένδυσης για την απόκτηση «Χρυσής Βίζας» από την ελληνική κυβέρνηση έγινε με στόχο την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης και τον περιορισμό της υπερβολικής ζήτησης από ξένους επενδυτές, η οποία είχε συμβάλει στην αύξηση των τιμών ακινήτων και ενοικίων, καθιστώντας έτσι δύσκολη την εξασφάλιση προσιτής κατοικίας για τους εγχώριους αγοραστές και ενοικιαστές.