valia
Η κα. Βάλια Κασιμάτη

Μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές στην Ελλάδα την περίοδο 2015-2017: Μια περιγραφική καταγραφή

ΓΝΩΜΗ

Των:
Ευαγγελίας Κασιμάτη, Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών, Τράπεζα της Ελλάδος και
Ρόης Παναγιωτοπούλου, Καθηγήτρια, Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το άρθρο επιχειρεί αρχικά να αποτυπώσει μια σύντομη διαχρονική περιγραφή των μεταναστευτικών ροών και των χαρακτηριστικών τους και δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην έκταση και εξέλιξη του φαινομένου από το 2015 έως και το 2017. Καταγράφονται τα ευρήματα και οι επιδράσεις μελετών της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι πρόσφυγες-μετανάστες επηρεάζουν μια οικονομία ως προς τα δημοσιονομικά μεγέθη, την αγορά εργασίας, την οικονομική ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος.

Από διάφορες έρευνες εκτιμήθηκε ότι μεσοπρόθεσμα η παρούσα αξία της δημοσιονομικής συνεισφοράς των μεταναστών είναι θετική για όσους φτάσουν στη χώρα προορισμού σε ηλικία από 10 έως 45 ετών με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση. Η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής και διέλευσης μεταναστών προβλέπεται ότι δεν πρόκειται να ωφεληθεί από τις μεταναστευτικές ροές, διότι, κυρίως λόγω της υψηλής ανεργίας, δεν αποτελεί χώρα τελικού προορισμού, παρά μόνο για το 0,8% των αιτούντων άσυλο.

roy
Η κα. Ρόη Παναγιωτοπούλου

Οι πρόσφυγες εμφανίζουν πιο αργό ρυθμό απορρόφησης στην αγορά εργασίας (ανεπαρκής γνώση της γλώσσας, απουσία αρχικού κεφαλαίου για δημιουργία επιχείρησης, ελλιπής προετοιμασία για τη μετάβαση στη νέα χώρα, με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται τα προσόντα ανθρώπων με υψηλή ειδίκευση). Οι μετανάστες που βρίσκονται υπό καθεστώς διεθνούς προστασίας (έρευνα  Eurostat 2008) ενσωματώνονται πολύ πιο δύσκολα στην αγορά εργασίας, ενώ όσοι μετανάστευσαν για σπουδές ή εργασία πετυχαίνουν υψηλά ποσοστά απασχόλησης ήδη από το δεύτερο έτος παραμονής τους. Οι μετανάστες χωρίς ικανή εργασιακή εμπειρία καταλαμβάνουν συνήθως χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας που ο εγχώριος πληθυσμός είναι απρόθυμος να αναλάβει. Κατά συνέπεια οι εγχώριοι εργαζόμενοι αναβαθμίζονται και συνήθως καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας με καλύτερες συνθήκες απασχόλησης και μεγαλύτερη αμοιβή. Οι μετανάστες υψηλού μορφωτικού επιπέδου μεταφέρουν στη χώρα προορισμού τεχνογνωσία και δεξιότητες που σε συνδυασμό με τον εγχώριο πληθυσμό αυξάνουν την παραγωγικότητα. Μακροπρόθεσμα διαπιστώνεται μια ποιοτική βελτίωση στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας, ωθώντας τον εγχώριο πληθυσμό σε βελτίωση των δεξιοτήτων του. Επιπρόσθετα, λόγω διαφορετικής κουλτούρας, η μετανάστευση αυξάνει τις γεννήσεις, προσφέροντας προσωρινή τόνωση στον πληθυσμό, και κατά συνέπεια αυξάνεται ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός, και διευρύνεται αντίστοιχα η φορολογική βάση παρά τους χαμηλότερους μισθούς. Αντίθετα, οι υπηρεσίες που προσφέρει το κοινωνικό κράτος προς τους μετανάστες και πρόσφυγες επιφέρουν προφανώς κόστος και επιβάρυνση του ΑΕΠ.

Στο άρθρο παρουσιάζεται, η χρηματοδοτική στήριξη της Ελλάδας από την ΕΕ, και καταγράφονται στοιχεία προσφύγων και μεταναστών που διαμένουν στην Ελλάδα, είτε σε δομές κλειστής φιλοξενίας (hotspots), είτε σε διαφορετικών ειδών καταλύματα. Επίσης, αναφέρονται στοιχεία αιτήσεων διεθνούς προστασίας και δυνατότητες μετακίνησης-μετεγκατάστασης των προσφύγων καθώς και επανένωσης με τις οικογένειές τους, αποσκοπώντας να δοθεί μια σφαιρική εικόνα της εξέλιξης των μεταναστευτικών ροών σε επίπεδο χώρας και να εκτιμήσει τις επιδράσεις που ασκούν οι ροές αυτές στις τοπικές κοινωνίες υποδοχής.

Οι γνώμες των πολιτών της ΕΕ για το μεταναστευτικό διίστανται. Υπάρχουν κάποιοι πολίτες που καλωσορίζουν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες και προσπαθούν να τους εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στις χώρες υποδοχής, και άλλοι που δεν επιθυμούν την παρουσία τους, είτε στην περιοχή κατοικίας τους είτε στους τουριστικούς προορισμούς που σχεδιάζουν να ταξιδέψουν. Έρευνα (ΣΕΤΕ 2016) κατέγραψε δυσαρέσκεια κυρίως των Γερμανών και Βρετανών τουριστών προς την τουριστική αγορά της Ελλάδας λόγω της προσφυγικής κρίσης. Εξετάζοντας τις αφίξεις εξωτερικού (αεροδρόμια, κρουαζιέρα) στα ελληνικά νησιά που σήκωσαν το βάρος της προσφυγικής κρίσης, παρατηρείται σημαντική μείωση για τα έτη 2015 και 2016 σε σχέση με το 2014, εν αντιθέσει με την αύξηση που παρουσίασαν οι αφίξεις επιβατών εξωτερικού στο σύνολο της χώρας. Ο τουριστικός τομέας των νησιών που γειτνιάζουν με τα παράλια της Τουρκίας υπέστη μια άνευ προηγουμένου μείωση των αφίξεων για τα εν λόγω έτη που συνεπάγεται, κατά πάσα πιθανότητα, και μείωση των εισοδημάτων των κατοίκων από τις τουριστικές δραστηριότητες.

Η συμφωνία του Μαρτίου 2016 επέφερε ανακούφιση στην Ελλάδα σχετικά με τις αφίξεις μεταναστών-προσφύγων, αλλά είναι επίσης προφανές ότι οι ροές τους δεν ανακόπηκαν ποτέ ολοσχερώς. Σταδιακά εντοπίζεται μια ποιοτική διαφοροποίηση στη σύνθεση των μεταναστών που παραμένουν στη χώρα. Αυξάνονται οι οικονομικοί μετανάστες που δεν έχουν πιθανότητα να μετεγκατασταθούν νόμιμα σε άλλη χώρα της ΕΕ, αλλά δεν επιθυμούν να επαναπατριστούν. Αυτό αναπόφευκτα δημιουργεί εντάσεις στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες μετρούν ήδη σημαντικές απώλειες σε εισόδημα (κυρίως από τον τουρισμό) και από άλλες δραστηριότητες.

Τέλος, εξετάζονται οι στάσεις και οι αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας αναφορικά με τις δυνατότητες κοινωνικής αποδοχής και ενσωμάτωσης των μεταναστών σε αυτήν, ενώ καταδεικνύονται οι ξενοφοβικές αντιδράσεις σημαντικής μερίδας του πληθυσμού. Οι ξενοφοβικές τάσεις υπερτερούν με αφορμή τη συνεχιζόμενη οικονομική και πολιτική κρίση που δημιουργεί ποικίλες φοβίες και ανασφάλειες για πολλά κοινωνικά στρώματα τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ωστόσο σποραδικά εντοπίζονται και τάσεις συμπάθειας και αλληλεγγύης για τα δεινά που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί αυτοί.

Η ανάλυση των παραπάνω στοιχείων, των προσπαθειών του ελληνικού κράτους να αντιμετωπίσει το πρωτόγνωρο αυτό φαινόμενο, τα μέτρα διαφόρων χωρών της ΕΕ αλλά και η επίσημη πολιτική της σχετικά με το μεταναστευτικό, καθώς επίσης οι συνεχιζόμενες αφίξεις προσφύγων και μεταναστών σε συνάρτηση με το ελλιπέστατο σύστημα επαναπατρισμού όσων δεν δικαιούνται ασύλου, έχουν προσδώσει επείγουσα προτεραιότητα στο μεταναστευτικό ζήτημα, ιδίως στις νησιωτικές κοινωνίες που πλήττονται άμεσα. Ο χειρισμός του μεταναστευτικού ζητήματος δεν αποτελεί απλά μία πολιτική που αφορά μόνον τις χώρες άμεσης υποδοχής, αλλά εξελίσσεται σε ένα μακροχρόνιο κοινωνικό φαινόμενο αποδοχής και ένταξης αλλοδαπών πληθυσμών στον εθνικό κοινωνικό ιστό που απαιτεί πολυσχιδείς πολιτικές πρωτοβουλίες και αποφάσεις σε βάθος χρόνου.

Τόσο τα κράτη της ΕΕ όσο και η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν είναι ακόμα επαρκώς προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν μακροχρόνια και αποδοτικά τα νέα κύματα μετανάστευσης και να επανασχεδιάσουν την οικονομική και κοινωνική πολιτική που θα επιτρέψει την ανάπτυξη και ευημερία των κοινωνιών τους. Επίσης δεν έχουν ενημερώσει επαρκώς τους γηγενείς πληθυσμούς για τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα της παρουσίας μεταναστών-προσφύγων, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να εμφανίζεται ένα πρωτοφανές κύμα εθνικισμού σε πολλές χώρες της ΕΕ που εκδηλώνεται με κάθετη απόρριψη οποιασδήποτε απόπειρας ενσωμάτωσης μεγάλου αριθμού μεταναστών στις εν λόγω κοινωνίες.

Εν κατακλείδι το ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών ροών είναι ένα πολιτικό ζήτημα που απασχολεί τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, χωρίς να έχει βρεθεί κάποια λυσιτελής αντιμετώπισή του και θα αναζωογονήσει την εθνική οικονομία ανακουφίζοντας αφενός τους μετακινούμενους πληθυσμούς και αφετέρου τις τοπικές κοινωνίες υποδοχής.

Tagged
Προσθήκη σχολίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *