του Γιάννη Χατζή (*)
Καθώς οδεύουμε προς την κορύφωση της φετινής σεζόν καταγράφονται τάσεις που αξίζουν της προσοχής μας. Αν και τα περισσότερα αεροδρόμια κινούνται οριακά πάνω από τα επίπεδα του 2023, τον μέσο όρο ανεβάζουν οι αφίξεις σε αεροδρόμια με υψηλή κινητικότητα όπως η Μυτιλήνη (+38%) και η Αθήνα (+15%). Δεν λείπουν ωστόσο και προορισμοί που παρουσιάζουν μείωση.
Η Μύκονος σε επίπεδο διεθνών αφίξεων είναι στο – 8%. Πτωτικά κινήθηκε και η Σαντορίνη που καταγράφει μείωση 4% τις πρώτες 29 βδομάδες του έτους, με ελαφρά σημάδια βελτίωσης την προηγούμενη εβδομάδα. Παρ’ όλα αυτά, ο θετικός μέσος όρος των αφίξεων ( +8%) δεν αποτυπώνεται στις πληρότητες των ξενοδοχείων, γεγονός που επιβεβαιώνει τη βάσιμη υπόθεση πως ένα μεγάλο μέρος τους κατευθύνεται προς την βραχυχρόνια μίσθωση. Επιπλέον, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ οι εισπράξεις στο πρώτο πεντάμηνο αυξήθηκαν 16,2%, η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη (χωρίς την κρουαζιέρα) υποχώρησε κατά – 3,6%, στοιχείο που υποδηλώνει πως η προσθήκη της βραχυχρόνιας μίσθωσης στο μείγμα διαμονής χαμηλώνει τους δείκτες δαπάνης ανά επισκέπτη. Η κόπωση της αγοραστικής δύναμης βασικών αγορών μας αντανακλάται και στις κρατήσεις ακόμη και για Ιούλιο – Αύγουστο, ιδιαίτερα για τους ακριβότερους παραθεριστικούς προορισμούς που αντιμετωπίζουν μια επιπλέον δυσκολία στις πωλήσεις. Αντίθετα, παρατηρούμε φέτος μια ελαφριά προτίμηση των καταναλωτών σε καταλύματα χαμηλότερης κατηγορίας.
Με βάση τα παραπάνω έχουμε μια μικτή εικόνα με έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των προορισμών αλλά και με σημαντικές διαφορές στην απόδοση των καταλυμάτων μέσα στον ίδιο προορισμό. Η εικόνα αυτή δίνει τροφή για προβληματισμό αναφορικά με την εξέλιξη του τουριστικού προϊόντος μας και σε συνδυασμό με τις μεγάλες αβεβαιότητες του ευρύτερου περιβάλλοντος (κλιματική κρίση, γεωπολιτικές συγκρούσεις, απειλή οικονομικής ύφεσης, εκλογές στις ΗΠΑ, κλπ.), μας φέρνει σε ένα πολύ ιδιαίτερο momentum. Είναι ώρα να κοιτάξουμε κατάματα τις προκλήσεις και να πάρουμε αποφάσεις με την ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού τουρισμού στο επίκεντρο.
Ο τουρισμός έχει απόλυτη ανάγκη από μια συζήτηση στρατηγικής, με όλους τους εμπλεκόμενους και με τον ιδιωτικό τομέα να έχει λόγο και ρόλο στο «τραπέζι». Δυστυχώς τα όσα λέγονται και γράφονται περί υπερτουρισμού το τελευταίο διάστημα είναι προς την λάθος κατεύθυνση. Η συζήτηση αυτή τροφοδοτείται από ιδεοληψίες και σκοπιμότητες, με γενικεύσεις και απλουστεύσεις και σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζεται από επαρκή δεδομένα. Φωτογραφίες της στιγμής δημιουργούν παραπλανητικές εντυπώσεις. Σε όποιο λιμάνι του κόσμου κι αν δέσουν ταυτόχρονα 10 κρουαζιερόπλοια θα υπάρξει πρόβλημα. Άλλο όμως ο στιγμιαίος υπερ-συνωστισμός κι άλλο ο υπερ-τουρισμός. Όπως επίσης είναι εύλογη η δυσφορία σε μερίδα της κοινωνίας για την αύξηση των ενοικίων, αλλά δεν είναι τα ξενοδοχεία αυτά που δημιουργούν τη στεγαστική κρίση. Είναι η ανεξέλεγκτη επέκταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Συζήτηση στρατηγικής λοιπόν και όχι εντυπώσεων. Αυτό είναι το επιτακτικό ζητούμενο της συγκυρίας. Συζήτηση με βάση ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα. Αλλά και συζήτηση που θα πρέπει να φτάνει στο «δια ταύτα» και όχι να είναι μια ατέρμονη διαβούλευση. Αποφάσεις απαιτούνται. Για τις υποδομές των προορισμών, για τους περιορισμούς στη βραχυχρόνια μίσθωση, για την καλύτερη διαχείριση των τουριστικών ροών, για την θωράκιση ελληνικού brand και πάνω απ’ όλα για να διαφυλάξουμε την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού τομέα. Σύμφωνα με το World Economic Forum (WEF) η Ελλάδα στην ανταγωνιστικότητα του τουρισμού καταλάμβανε την 28η θέση, ενώ στους λοιπούς κλάδους της οικονομίας είναι σε εξαιρετικά χαμηλότερες θέσεις. Μην παίζουμε λοιπόν με την τύχη μας. Να εκμεταλλευτούμε την ανταγωνιστικότητα μας, να δώσουμε και να κερδίσουμε τη μάχη για μια οικονομία δυναμική, εξωστρεφή, ανταγωνιστική και βιώσιμη.
(*) Ο κ. Γιάννης Χατζής είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων