Ανοδική τάση εξακολουθούν να παρουσιάζουν οι πωλήσεις αεροπορικών εισιτηρίων μέσω ταξιδιωτικών γραφείων στις ΗΠΑ, οι οποίες τον Φεβρουάριο του 2023 σημείωσαν αύξηση 54%, σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2022.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Air Reporting Corp. (ARC), οι πωλήσεις αεροπορικών εισιτηρίων των ταξιδιωτικών γραφείων στις ΗΠΑ ανήλθαν σε 8,4 δισεκατομμύρια δολάρια τον φετινό Φεβρουάριο.
Η αύξηση των πωλήσεων φάνηκε τόσο στις τιμές των πτήσεων, όσο και στον όγκο. Τα διεθνή ταξίδια αυξήθηκαν κατά 29%, ενώ τα εγχώρια ταξίδια αυξήθηκαν κατά 4% την ίδια περίοδο και, σύμφωνα με τα στοιχεία της ARC, η μέση τιμή του αεροπορικού εισιτηρίου στις ΗΠΑ με επιστροφή ήταν 571 δολάρια τον Φεβρουάριο, καταγράφοντας αύξηση 23% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (464 δολάρια). Ενώ, σε σύγκριση με τον Ιανουάριο η αύξηση διαμορφώθηκε στο 8% (528 δολάρια).
Τα στοιχεία της ARC δεν δείχνουν τεράστια μεταβολή από μήνα σε μήνα -στην πραγματικότητα, οι συνολικές πωλήσεις από μήνα σε μήνα για τον Φεβρουάριο του 2023 παρέμειναν αμετάβλητες, ενώ τα συνολικά ταξίδια επιβατών, συμπεριλαμβανομένων, τόσο των εγχώριων, όσο και των διεθνών ταξιδιών, μειώθηκαν στο σύνολό τους.
Παρόλα αυτά, τα στοιχεία επέδειξαν δυναμική, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, με τον Φεβρουάριο να αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο μηνιαίο σύνολο πωλήσεων μετά την πανδημία, πίσω από τον Μάιο του 2022.
“Παρά τις αμετάβλητες πωλήσεις και τις μειώσεις στα επιβατικά ταξίδια από μήνα σε μήνα, η συνολική ζήτηση παραμένει ισχυρότερη από ό,τι παρατηρήσαμε πέρυσι, με τα διεθνή ταξίδια να παρουσιάζουν συνεχή ανάπτυξη”, δήλωσε ο Steve Solomon, εμπορικός διευθυντής της ARC.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Φεβρουάριος ακολούθησε τις τάσεις εποχικότητας πριν από την πανδημία, γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώνει περαιτέρω ομαλοποίηση του κλάδου, καθώς οι αεροπορικές εταιρίες προετοιμάζονται για τους πολυάσχολους ταξιδιωτικούς μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού.
Ο Μάιος του 2022 παραμένει το υψηλότερο σημείο για τις πωλήσεις εισιτηρίων των ταξιδιωτικών γραφείων τα τελευταία δύο χρόνια ,με λίγο πάνω από 8,4 δισεκατομμύρια δολάρια.