Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση για το μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα, δημοσιεύει στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Οικονομικό Δελτίο της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της, η Alpha Bank. Επειδή ειδικά στη σημερινή συγκυρία, ο συγκεκριμένος προβληματισμός είναι εξαιρετικά χρήσιμος, δημοσιεύουμε το σχετικό κεφάλαιο: » Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι μια σύνθετη μεταβλητή που προσδιορίζεται από το ύψος των μισθών και από την παραγωγικότητα της εργασίας. Όσο υψηλός και αν είναι ο μισθός ενός εργαζόμενου, αν η παραγωγικότητά του (στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που έχουν υψηλή ζήτηση από τους καταναλωτές ή από άλλες επιχειρήσεις) είναι εξίσου υψηλή, τότε το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος που προκύπτει από αυτόν τον εργαζόμενο είναι σχετικά χαμηλό. Επιπλέον, η παραγωγικότητα της εργασίας για μια επιχείρηση ή για μια χώρα προσδιορίζεται από την παραγωγική δυναμικότητα του ήδη εγκατεστημένου παραγωγικού της εξοπλισμού».
Με αυτή την έννοια είναι πολύ σωστός ο ισχυρισμός ότι αν και οι μισθοί στη Γερμανία είναι πολύ υψηλότεροι απ’ ότι στην Ελλάδα, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας είναι υψηλότερη από αυτή της Ελλάδος. Αυτό, ωστόσο, συμβαίνει διότι στη Γερμανία οι μισθοί προσδιορίζονται κατά κύριο λόγο από την παραγωγικότητα στο πλαίσιο αποτελεσματικής συνεννόησης των κοινωνικών εταίρων. Στην Ελλάδα οι μισθοί προσδιορίζονταν έως σήμερα σε μεγάλο βαθμό από το κράτος, με νομοθετικές ρυθμίσεις και με την ενίσχυση του σημαντικού δανεισμού της χώρας από το εξωτερικό, σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από την παραγωγικότητα. Παράλληλα οι κοινωνικοί εταίροι εμπλέκονται πολλές φορές σε άγονες μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις εργατικών συνδικάτων των οποίων οι πολιτικές επιδιώξεις δεν συμπίπτουν απαραίτητα με την προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους. Ειδικότερα, τα τελευταία έτη της δημοσιονομικής εκτροπής έως και το 2009 οι μισθοί στην Ελλάδα, ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, επηρεάστηκαν αυξητικά από τις μεγάλες αυξήσεις μισθών στο δημόσιο τομέα και γενικά από το υψηλό επίπεδο διαθέσιμης ρευστότητας στην οικονομία. Ιδεολογήματα του τύπου «οι μισθοί δεν φταίνε για την χαμηλή ανταγωνιστικότητα», ή του τύπου «η μείωση των μισθών θα έχει ως συνέπεια την μεγαλύτερη πτώση της εγχώριας ζήτησης και την χαμηλότερη ανάπτυξη», μας οδήγησαν στην αύξηση της μισθοδοσίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα € 31 δις το 2009, από € 15 δις το 2001. Το 2009 (2ο τριμ.2009 έως 1ο τριμ. 2010) δεν ήταν μόνο η χρονιά του δημοσιονομικού εκτροχιασμού που οδήγησε τη χώρα στη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση της ιστορίας της, αλλά και η χρονιά όπου το εργατικό κόστος εκτοξεύθηκε στα ύψη ως αποτέλεσμα προεκλογικής αποσύνθεσης και μετεκλογικής αβελτηρίας.
Ωστόσο, σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη συγκυρία όπου πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα ομαλής λειτουργίας όχι μόνο εξαιτίας της μειωμένης εγχώριας ζήτησης αλλά και λόγω της σημαντικά μειωμένης ρευστότητας στην οικονομία. Με αυτά τα δεδομένα, η μισθολογική πολιτική των επιχειρήσεων δεν μπορεί το 2012 να είναι ίδια (ή να προσδιορίζεται από τους ίδιους παράγοντες) με το 2009.
Σε αυτό το πλαίσιο η ύπαρξη νομοθετημένου κατώτατου μισθού, που έχει προσδιοριστεί με Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους εργαζόμενους όλης της χώρας και μάλιστα σε υψηλότερο επίπεδο το 2012 από ότι ήταν το 2009 , αποτελεί πράγματι σοβαρό εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της επίσημης αγοράς εργασίας στη χώρα, κυρίως όσον αφορά στην ένταξη των νέων εργαζομένων ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία της βαθιάς ύφεσης στην οικονομία όπου η ανεργία των νέων κυμαίνεται στο 45% του αντίστοιχου εργατικού δυναμικού. Ο ισχύον κατώτατος μισθός, λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος των ασφαλιστικών και άλλων εισφορών , είναι εξαιρετικά υψηλός για μια οικονομία
σε κρίση όπως η ελληνική. Αποτελεί τον βασικό παράγοντα που οδηγεί και στην παράνομη απασχόληση χωρίς ασφάλιση (προσωρινή ή μη) στην παράλληλη οικονομία. Έτσι, οι νέοι περιθωριοποιούνται καθώς οι διάφορες νομοθετημένες ρυθμίσεις και ανελαστικότητες αποτελούν πραγματικό εμπόδιο στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας, στερώντας τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία εμπειρία και τις αναγκαίες γνώσεις που προκύπτουν από την εργασία, για να χτίσουν αποτελεσματικότερα την καριέρα τους.
Όταν πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της μεγάλης κρίσης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα ή λόγω του ανταγωνισμού από άλλες ισχυρότερες επιχειρήσεις, είναι αδιανόητο η πολιτεία να συνεχίζει να επιβάλλει με νόμους κατώτατους μισθούς και μονιμότητες στην απασχόληση, όπως κάναμε όταν είχαμε τη δυνατότητα να τα χρηματοδοτούμε όλα αυτά με δανεικά από το εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση, η κάθε επιχείρηση σήμερα μπορεί να πληρώσει τους εργαζόμενούς της μόνο με τα χρήματα που κερδίζει από την πώληση των προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) που παράγει. Και στην πράξη έχει χαθεί πλέον η σύνδεση μεταξύ νομοθετικά προσδιορισμένου κατώτατου ημερομισθίου και πραγματικής αμοιβής στην αγορά , καθώς οι οικονομικοί νόμοι δεν μπορούν να καταργηθούν νομοθετικά. Σήμερα, επίσης, κανείς δεν μας δανείζει. Οι επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό και τα δανεικά από τις τράπεζες (πολλές φορές με εγγύηση του δημοσίου) τελείωσαν. Τα δικαιώματα που έχουν οι εργαζόμενοι ισχύουν και γίνονται ισχυρότερα και η ασφάλεια της εργασίας τους ενισχύεται όσο η επιχείρηση στην οποία εργάζονται λειτουργεί αποδοτικά, αυξάνει την ανταγωνιστικότητά της και εδραιώνει την ανταγωνιστική της παρουσία στις αγορές (εγχώριες και ξένες). Τα δικαιώματα και η ασφάλεια εργασίας χάνονται όταν η επιχείρηση κλείσει ή αν μεταφερθεί σε μια γειτονική χώρα με ευνοϊκότερο γι’ αυτήν εργασιακό καθεστώς.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών είναι αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας και της επέκτασης της οικονομίας σε ανταγωνιστικές (δηλαδή κερδοφόρες) δραστηριότητες. Η αύξηση των μισθών δεν βλάπτει την ανταγωνιστικότητα όταν είναι το αποτέλεσμα της αυξημένης ανταγωνιστικής παραγωγής. Αντίθετα καταστρέφει την ανταγωνιστικότητα όταν στηρίζεται κυρίως σε κυβερνητικές ρυθμίσεις και αποφάσεις για την κατανομή του εξωτερικού δανεισμού σε ομάδες πίεσης εργαζομένων και επιχειρήσεων.