Και τον Τουρισμό, τελικά, ποιος τον πονάει;

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ


του Κώστα Μποτόπουλου

Όλοι, στα λόγια, ελπίζουν και στηρίζουν τον ελληνικό τουρισμό. Πολλοί μάλιστα συνεχίζουν, κακώς κατά τη γνώμη μου, να τον αποκαλούν «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, ενώ είναι ο ορισμός του soft power: το πιο αυθόρμητο και καλαίσθητο σημείο συνάντησης μιας οικονομικής δραστηριότητας με τον πολιτισμό και τη ζωή. Σημασία έχει ότι, ιδίως στον καιρό της κρίσης, σε κανέναν, δημόσιο ή ιδιωτικό παράγοντα, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο τουρισμός είναι ένα από τα λίγα ισχυρά μας χαρτιά.
Κι όμως…
Για πολλοστή φορά, η απόσταση ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις αποδεικνύεται σχεδόν αγεφύρωτη. Και, για όσους πονάμε τον τουρισμό, τραυματική.

Η κυβερνητική δράση θεωρητικά έχει την τουριστική ανάπτυξη ανάμεσα στις προτεραιότητες της. Όμως κατήργησε το αυτόνομο Υπουργείο και καθυστερεί ή παρουσιάζει κατώτερες των αναγκών και των προσδοκιών πρωτοβουλίες (ειδικό χωροταξικό και αναπτυξιακό σχέδιο, εισαγωγή νέων εργαλείων -όπως το αιωνίως αναμενόμενο «Παρατηρητήριο»-, έμπρακτη τόνωση συνεδριακού τουρισμού και τουρισμού υγείας).

Στις καίριες, για το χώρο, διοικητικές θέσεις, πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται. Εκτός «open.gov» και σύνδεσης με το αντικείμενο, σε αναζήτηση του «φυσικού τους χώρου» ή της εύνοιας ισχυρών της στιγμής και χωρίς να έχει συζητηθεί καν η πάγια πρόταση του ΣΕΤΕ για μόνιμους αρμούς της Διοίκησης με το χώρο του τουρισμού.

Συνεχίζει να υπερισχύει, στους υπολογισμούς όλων των πολιτικών παρατάξεων, το ποσοτικό κριτήριο των αφίξεων ή των εσόδων. Υποβαθμίζονται τα κρίσιμα ποιοτικά κριτήρια του «δείκτη ικανοποίησης» από την Ελλάδα ως τουριστικού προορισμού, της επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου, της βελτίωσης των προσφερόμενων υπηρεσιών (σε άμεση σύνδεση με την –παραπάνω από ώριμη- αναβάθμιση του επιπέδου των σχετικών σπουδών), της σχέσης μας με τους άμεσους ανταγωνιστές μας.

«Χτυπάμε» τους ταξιτζήδες, αλλά πρώτα τους «προκαλέσαμε» μέσα στο κατακαλόκαιρο και ύστερα τους αφήνουμε ανεμπόδιστα να ασκούν τα «συνταγματικά δικαιώματα» τους. Οδυρόμαστε για τη δολοφονία στη Ζάκυνθο, αλλά δεν κάνουμε κανένα συντονισμένο διάβημα με και προς τη Μεγάλη Βρετανία. Ζητούμε ποιοτικές επενδύσεις, αλλά αποθαρρύνουμε κάθε τι που ξεπερνά το «ελληνικό μέτρο» και από δω και μπρος, φοβούμαι, το πλάνο των ιερών «από-κρατικοποίησεων». Παπαγαλίζουμε περί τουριστικής κατοικίας, αλλά δεν έχουμε σκεφτεί την υλοποίηση της μέσα στο κορεσμένο επιχειρηματικό περιβάλλον και το ιδιαίτερο ελληνικό τοπίο. Κοπτόμαστε για τη νομιμότητα και την «αειφορία», αλλά ετοιμαζόμαστε –ισχύει και για τον τουρισμό- να νομιμοποιήσουμε τα ανομιμοποίητα.

Η Ελλάδα δεν θα πάψει ποτέ να είναι τουριστικός προορισμός, γιατί έχει και θα έχει αυτή την ακατανίκητη αύρα της ιστορίας, της φύσης και της ανθρωπιάς. Το θέμα είναι τι κάνουμε, διαχρονικά, εμείς οι ίδιοι γι’ αυτό. Ιδίως τη 12η ώρα.

Και για την αντιγραφή ΚΣΔ
ΥΓ: Υπάρχει κανείς που διαφωνεί με όσα γράφει ο κ. Μποτόπουλος; Προφανώς όχι.
Αυτιά να ακούσουν υπάρχουν; Αμφιβάλλω…