ΞΕΕ: Προτάσεις για το φορολογικό…

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ


Μια εξαιρετικά μελετημένη παρέμβαση για την ανάγκη αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα, κατέθεσε η ηγεσία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (ΞΕΕ) και του ΙΤΕΠ. «Εάν μια φορολογική μεταρρύθμιση στοχεύει κατά βάση στην αύξηση των δημοσίων εσόδων είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Με μια πιο διεισδυτική εξέταση των αριθμητικών δεδομένων αποδεικνύεται ότι η φοροδοτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δυνατόν να αυξηθεί, χωρίς να κινδυνεύσει η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων στη χώρα μας. Δεν ευσταθεί η άποψη ότι οι φόροι που εισπράττονται στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες. Συχνά μετράμε λανθασμένα και διαφορετικά πράγματα. Οι φόροι εισοδήματος από την εργασία είναι χαμηλότεροι, αλλά αντισταθμίζονται με το παραπάνω από τις πολύ υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας», επισημαίνει στο εισαγωγικό κείμενο ο κ. Γ.Αλ. Τσακίρης.

Η πρόταση έχει ως εξής:

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΦΟΡΟΙ

Στην Ελλάδα οι ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχούν στο 81,1% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας. Πρόκειται για την υψηλότερη αναλογία ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ μετά την Πολωνία . Αντίθετα, είναι χαμηλότερο το ποσοστό της άμεσης φορολόγησης των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία. Οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές αναμφισβήτητα αποτελούν για την νομοταγή επιχείρηση και επαγγελματία μια ακόμη έμμεση φορολόγηση. Συνολικά δε και παρά τα χαμηλά δημόσια έσοδα, η ονομαστική φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από εργασία στην Ελλάδα, υπερβαίνει το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2008 διαμορφώθηκε στο 42,4% επί των ετήσιων αμοιβών ενός εργαζόμενου που αμείβεται με το μέσο μισθό της χώρας. Οι άμεσοι ανταγωνιστές μας στο χώρο του τουρισμού επιβαρύνουν την εργασία με χαμηλότερους φόρους. Στην Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 37,6%, στην Ισπανία 37,8% και στην Τουρκία 39,7%. Μάλιστα, την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη αναλογική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας μετά την Ολλανδία, όταν η πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ έχουν μειώσει τους σχετικούς φόρους για να τονώσουν την απασχόληση. Το διάστημα 2000-2008, η επιβάρυνση της εργασίας αυξήθηκε κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες. Την ίδια χρονική περίοδο οι Σκανδιναβικές χώρες μείωσαν τη σχετική επιβάρυνση από 3,1 ως 5,5 ποσοστιαίες μονάδες, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ε.Ε. Σήμερα οι χώρες ανταγωνίζονται και στα φορολογικά συστήματα με στόχο την ελάφρυνση του κόστους παραγωγής, προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των εθνικών τους οικονομιών.

Αν συνεκτιμηθεί το μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού παραγωγικής ηλικίας που συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό της χώρας, αποδεικνύεται ότι η συνολική φορολόγηση της εργασίας είναι συγκρίσιμη, αν όχι υψηλότερη από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άλλωστε, το κράτος είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης και ίσως ο μόνος που δεν πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές επί του συνόλου των αποδοχών (έξοδα κίνησης, ελέγχους φυσικού αντικειμένου, διάφορα επιδόματα). Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζεται σχετικά χαμηλός ο μέσος όρος των συνολικών φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη στιγμή που η χώρα διαθέτει τους υψηλότερους ονομαστικούς συντελεστές.

Επομένως, δεν είναι εφικτό να αυξηθούν οι εισπράξεις των φόρων που βαρύνουν την εργασία στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να κινδυνεύσει σοβαρά η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που παραμένουν εν λειτουργία στη χώρα μας.

ΦΟΡΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Οι φόροι κεφαλαίου την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι επισφαλείς. Υπάρχει έντονος ανταγωνισμός φορολογικών ελαφρύνσεων για προσέλκυση επενδύσεων. Με την έκταση που έχει λάβει σήμερα το offshoring, είναι αδύνατο να εισπραχθούν περισσότεροι φόροι αυτής της κατηγορίας χωρίς να ενισχυθεί το ρεύμα μετεγκατάστασης υφιστάμενων επιχειρήσεων σε τρίτες χώρες. Για να καταστεί η Ελλάδα ανταγωνιστική και να προσελκύσει νέες επενδύσεις, ο βασικός φορολογικός συντελεστής επί των κερδών πρέπει να διαμορφωθεί ανάμεσα στο 15 και 20% για όλες τις νομικές μορφές επιχειρήσεων.

ΦΠΑ

Η αύξηση των έμμεσων φόρων κατανάλωσης επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και υπονομεύει την αναπτυξιακή προσπάθεια. Τομείς της παραδοσιακής οικονομίας, όπως ο τουρισμός που δεν έχουν περιθώρια βελτίωσης της παραγωγικότητας μέσω της υιοθέτησης τεχνολογικών νεωτερισμών, πλήττονται ιδιαίτερα από την αύξηση του πληθωρισμού, ειδικά όταν ο ρυθμός ανόδου των τιμών είναι υψηλότερος από τις χώρες προέλευσης των τουριστών.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι συντελεστές του ΦΠΑ, θα πρέπει να μειωθούν. Επιπλέον, ο ΦΠΑ θα πρέπει να παραμείνει στο χαμηλότερο συντελεστή για όλες τις υπηρεσίες που σχετίζονται με την τουριστική δραστηριότητα συμπεριλαμβανόμενης και της εστίασης, δηλαδή 6,5% ώστε η χώρα , να μπορεί να παραμείνει ανταγωνιστική στην διεθνή τουριστική αγορά.

Από τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι τα περιθώρια άντλησης φορολογικών εσόδων έχουν εξαντληθεί. Κάθε προσπάθεια αύξησής τους, αποδομεί τον παραγωγικό ιστό και γι’ αυτό δεν αποδίδει τα αναμενόμενα έσοδα.

ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΦΟΡΩΝ –ΦΟΡΟΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

— Ο πολύ μεγάλος αριθμός φόρων και τελών καθιστά το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα περίπλοκο. Το κόστος συμμόρφωσης των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων είναι πολύ υψηλό. Παράλληλα, καθίσταται πολυδάπανος ο μηχανισμός συλλογή των φόρων και τελών. Θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια, ώστε να συμπτυχθούν οι φόροι που επιβαρύνουν συγκεκριμένη πηγή εισοδήματος ή τα περιουσιακά στοιχεία, σε έναν ανά κατηγορία. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να συμπτυχθούν όλοι οι φόροι που βαρύνουν τα ακίνητα ή επιβάλλονται από τους ΟΤΑ, αλλά υπολογίζονται με βάση την έκταση του ακινήτου. Με αυτό τον τρόπο, θα περιοριστεί το κόστος των διοικητικών διαδικασιών είσπραξης και η γραφειοκρατία με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο υπόχρεος. Παράλληλα, θα εξορθολογικοποιηθεί το μέγεθος της φορολογικής επιβάρυνσης. Με τη μέθοδο της κατάτμησης, η κάθε υπηρεσία θεωρεί ότι επιβάλλει ένα χαμηλό ποσό φόρου. Όμως, η επιχείρηση που θα πρέπει να καταβάλλει το σύνολο των επιμέρους επιβαρύνσεων, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα καθεστώς υπερφορολόγησης. Εάν υπάρξει, για παράδειγμα, ένας ενιαίος «περιβαλλοντικός φόρος» για κάθε ακίνητο, ανάλογα με τη χρήση του, θα είναι εμφανής η επιβάρυνση του κάθε ιδιοκτήτη και το φορολογικό πλαίσιο θα είναι σαφές εκ των προτέρων για κάθε υποψήφιο επενδυτή.

ΣΤΑΘΕΡΟ ΚΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

— Θα πρέπει να καταργηθεί η διαδικασία έκδοσης ερμηνευτικών ή διευκρινιστικών εγκυκλίων από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές. Προτείνεται στην παρούσα φάση να θεσπιστεί διάταξη που να προβλέπει πως αν διαπιστώνεται ασάφεια στη νομοτεχνική διατύπωση του νόμου, θα πρέπει να επανεισάγεται στη Βουλή προς ψήφιση κάθε νέα διατύπωση. Με αυτό τον τρόπο, ενδέχεται να καθυστερεί η ψήφιση νέων φορολογικών διατάξεων, αλλά θα περιοριστεί ουσιαστικά η ισχύς των διοικητικών μηχανισμών. Σήμερα, η κρατική γραφειοκρατία γνωρίζει πως μέσα από μια σειρά εφαρμοστικών εγκυκλίων μπορεί να επιβάλλει την άποψή της, έστω και αν αυτή βρίσκεται σε διάσταση με τις αρχικές προθέσεις της νομοθετικής εξουσίας. Οι υπηρεσιακοί παράγοντες αρέσκονται σε αμφίσημες διατυπώσεις που επιτρέπουν αυθαίρετες ερμηνείες, γιατί έτσι αυξάνει η δική τους επιρροή και η διαπραγματευτική τους ισχύ, σε περιπτώσεις αθέμιτων συναλλαγών με τους πολίτες.

Αποτελεί καθολικό αίτημα των παραγωγικών φορέων της χώρας μας η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος που δε θα αλλάζει κάθε λίγους μήνες. Η πρακτική των συνεχών αλλαγών εμποδίζει το μακροπρόθεσμο προγραμματισμό των επιχειρήσεων και δυσχεραίνει την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων που απαιτούν μακρά περίοδο παραγωγικής λειτουργίας, για να διασφαλιστεί η απόσβεσή τους. Ένας πρακτικός τρόπος για να εφαρμοστεί επιτέλους κάτι που όλες οι κυβερνήσεις υπόσχονται, αλλά καμιά δεν εφαρμόζει στην πράξη, θα ήταν να προβλεφθεί νομοθετικά ότι οι αλλαγές στους βασικούς φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος, ΦΠΑ, ασφαλιστικών εισφορών και επιβάρυνσης ακινήτων, απαιτούν νομοθετική ρύθμιση που θα πρέπει να υπερψηφίζεται με ειδική πλειοψηφία 180 βουλευτών.

ΦΟΡΟΙ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ- ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

— Θα πρέπει να καταργηθούν όλοι οι φόροι που εμποδίζουν τη δυνατότητα συγχώνευσης υφιστάμενων επιχειρήσεων ή μετατροπής τους σε άλλη νομική μορφή. Στην παρούσα οικονομική συγκυρία είναι ανάγκη να κινητροδοτηθεί η οργανωτική αναδιάταξη του παραγωγικού ιστού της χώρας. Ένα νέο φορολογικό καθεστώς που φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ανάπτυξης, οφείλει να υπηρετεί αποτελεσματικά τη συγκεκριμένη λογική.

— Η φορολόγηση των υπεραξιών που προκύπτουν από κάθε τύπου οικονομική συναλλαγή, θα πρέπει να φορολογούνται με βάση τις γενικές διατάξεις και μόνο όταν μετουσιώνονται σε πραγματικό κέρδος για κάποιον εκ των συναλλασσομένων. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καταργηθεί η υποχρεωτικότητα των αυτόματων αναπροσαρμογών.

— Θα πρέπει να καταργηθούν σταδιακά όλοι οι φόροι και τα τέλη υπέρ τρίτων. Όπου επιβάλλεται να παραμείνει η υποχρέωση χρήσης υπηρεσιών τρίτων, θα πρέπει να καταργηθούν οι ελάχιστες αμοιβές. Οι οικονομικές διαφορές μεταξύ φορέων και υπόχρεων πολιτών, θα πρέπει να θεωρούνται αστικές.

— Πρέπει να ιδρυθούν και στην Ελλάδα οικονομικά δικαστήρια. Όταν εκκρεμούν οικονομικές υποθέσεις, αυξάνεται η αβεβαιότητα στο χώρο της οικονομίας και αναστέλλεται η επενδυτική δραστηριότητα. Επομένως, οι συνέπειες της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης δεν είναι ίδιες για το κοινωνικό σύνολο από τις ποινικές ή τις υπόλοιπες αστικές υποθέσεις με τις αντίστοιχες που αφορούν σε εκκρεμείς οικονομικές διαφορές.

— Οι εφοριακοί θα πρέπει να πραγματοποιούν περισσότερους ελέγχους φυσικού αντικειμένου, ώστε να περιοριστεί η φοροδιαφυγή που οφείλεται στην απόκρυψη φορολογητέας ύλης και την έκδοση παραστατικών για εικονικές συναλλαγές. Οι έλεγχοι από τα γραφεία θα πρέπει να είναι αποκλειστικά ηλεκτρονικοί και να πραγματοποιούνται από τις υπηρεσίες της Γεν. Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του ΥΠΟΙΚ. Θα πρέπει να επιβληθεί σε όλες τις επιχειρήσεις η μηχανογραφική τήρηση και έκδοση των φορολογικών και λοιπών στοιχείων , ώστε και ο έλεγχος να είναι σταθερός και διαρκής, ακόμη και από τα γραφεία( εφορίες ,κέντρο Ηλεκτρονικών συστημάτων κλπ) και παράλληλα να αντιμετωπισθεί η φοροδιαφυγή και κατά επέκταση η εισφοροδιαφυγή.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΠΡΟΣΤΙΜΑ

— Είναι βέβαιο ότι μια ζημιογόνα επιχείρηση ή ένας αυτοαπασχολούμενος που δεν επέλεξε το συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά οδηγήθηκε σε αυτό από τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας, δε μπορεί να καταβάλλει διοικητικά πρόστιμα, αν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως το ετήσιο εισόδημά του δεν υπερβαίνει το κατώτατο αφορολόγητο ποσό που ορίζει κατά καιρούς η πολιτεία. Δε μπορεί να οδηγείται στην εξαθλίωση ένας πολίτης που κατά τα άλλα δεν εμφανίζει σαφή δείγματα παραβατικής συμπεριφοράς. Δε μπορεί να εγκαλούνται οι τράπεζες για τοκογλυφική δράση, όταν χρεώνουν πανωτόκια σε κάποιον που αδυνατεί να αποπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, αλλά την ίδια στιγμή να εμφανίζεται ως κοινωνικά δίκαιη και αποδοτική μια αντίστοιχη συμπεριφορά της Δημόσιας Διοίκησης. Για το λόγο αυτό, προτείνεται τα διοικητικά πρόστιμα που μπορεί να επιβάλλει το σύνολο των φορέων της Δημόσιας Διοίκησης σε μια οικονομική μονάδα να μη μπορούν να υπερβούν το 50% των καθαρών κερδών των νομικών προσώπων ή το αντίστοιχο ποσοστό του καθαρού εισοδήματος που υπερβαίνει το ελάχιστο αφορολόγητο εισόδημα, όταν πρόκειται για ατομικές επιχειρήσεις. Στις περιπτώσεις μη απόδοσης του ΦΠΑ ή των ασφαλιστικών εισφορών, το αδίκημα δεν είναι οικονομικής φύσης αλλά ποινικό. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα επιβολής ποινών το έχει μόνο η ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ρόλος της Δημόσιας Διοίκησης θα πρέπει να εξαντλείται στην παραπομπή του θέματος με τεκμηριωμένα στοιχεία στα αρμόδια δικαστικά όργανα και φορολογικά δικαστήρια τα οποία ανεξάρτητα από τους ρυθμούς της τακτικής δικαιοσύνης θα αποφαίνονται ώστε να μην εμποδίζεται η οικονομική δραστηριότητα και να μην συσσωρεύονται επιβαρύνσεις που τελικά οι επιχειρήσεις σε περίπτωση καταδίκης των, αδυνατούν να καταβάλλουν.

Συμπερασματικά πιστεύουμε ότι οι δυνατότητες ηλεκτρονικής διασύνδεσης των επιχειρήσεων με ένα κεντρικό ελεγκτικό σύστημα, εκτός του ότι θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό κάθε υποψία για έκνομη συναλλαγή μεταξύ φορολογουμένων και του ελεγκτικού μηχανισμού, συγχρόνως θα μπορούσε να περιορίσει σημαντική την φοροδιαφυγή και να εξασφαλίσει πόρους από φόρους ώστε να δοθεί η δυνατότητα υιοθέτησης μιας διαχρονικής, αναπτυξιακής και δίκαιης φορολογικής πολιτικής προς όφελος των επενδύσεων , της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας.