germany
©ΧΡΗΜΑ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Θα «πετάξει» η γερμανική οικονομία το 2022

ΔΙΕΘΝΗ ΜΟΝΕΥ

Στη φθινοπωρινή τους έκθεση τα πέντε κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας, διορθώνουν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις για το 2021 στο 2,4%, αλλά προβλέπουν ανάπτυξη 4,8% το 2022.

Στην κοινή φθινοπωρινή τους έκθεση για την πορεία της γερμανικής οικονομίας τα πέντε κορυφαία γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα διορθώνουν προς τα κάτω τις εαρινές εκτιμήσεις για τη φετινή ανάπτυξη από το 3,7% στο 2,4%. Οι κύριοι λόγοι για τις προσαρμογές είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας και το πρόβλημα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο Όλιβερ Χολτεμέλερ από το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της πόλης Χάλε εκτιμά ότι: «Την άνοιξη ήμασταν υπερβολικά αισιόδοξοι. Τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες επηρέασαν την παραγωγή ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του 2021».

Στην έκθεση αναφέρεται ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα έρθει το 2022, όσο αποκλιμακώνεται σταδιακά το ζήτημα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Οι οικονομολόγοι τοποθετούν το καλοκαίρι την επιστροφή της γερμανικής οικονομίας στην «κανονικότητα». Σημαντική ώθηση στην οικονομία αναμένουν τα ινστιτούτα από την κατανάλωση, επειδή, όπως σημειώνουν, οι πολίτες θα ξοδέψουν οικονομίες από τη «σκληρή περίοδο» της πανδημίας. Για την επόμενη χρονιά τα ινστιτούτα αισιοδοξούν ότι η ανάπτυξη που δεν ήρθε φέτος θα έρθει το 2022 ενισχύοντας το γερμανικό ΑΕΠ κατά 4,8%.

Ενεργειακή κρίση, κόστος, πληθωρισμός

Η ενεργειακή κρίση εκτόξευσε τον πληθωρισμό στο 4,1% τον Σεπτέμβριο

Τα κορυφαία γερμανικά ινστιτούτα αναφέρονται και στον πληθωρισμό, ο οποίος λόγω της ενεργειακής κρίσης ξεπέρασε τον Σεπτέμβριο το ψυχολογικό φράγμα του 4%, καταρρίπτοντας ρεκόρ σχεδόν τριακονταετίας. Για το τρέχον έτος τοποθετούν τον πληθωρισμό στο 3%, ενώ το 2022 εκτιμούν ότι δεν θα ξεπεράσει το 2,5%

Δύο φορές τον χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο, πέντε γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα δημοσιεύουν σε κοινή έκθεση τις προβλέψεις τους για την πορεία της γερμανικής οικονομίας. Πρόκειται για τα Ινστιτούτα Οικονομικών Ερευνών στο Έσσεν, την Χάλε, το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου, το Ινστιτούτο Ifo του Μονάχου και το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου.

ΠΗΓΗ: www.dw.com, Στέφανος Γεωργακόπουλος (dpa, afp)

Tagged
Προσθήκη σχολίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *