των Δρ. Χαράλαμπου Γιουσμπάσογλου & Δρ. Ευαγγελία (Λία) Μαρινάκου
Τα τελευταία χρόνια, η Ανώτατη Εκπαίδευση στη φιλοξενία έχει απομακρυνθεί σημαντικά από τον αρχικό της ρόλο: την κατάρτιση ηγετών με γνώσεις, αλλά και με πρακτική εμπειρία. Η στροφή προς γενικά προγράμματα διοίκησης επιχειρήσεων, η επικράτηση των μάνατζερ (managerialism) και η ακαδημαϊκή ελιτίστικη απαξίωση των εφαρμοσμένων επιστημών έχουν δημιουργήσει ένα ανησυχητικό χάσμα μεταξύ πανεπιστημίου και βιομηχανίας.
Την ίδια ώρα, σχολές με ισχυρό επαγγελματικό προσανατολισμό, όπως τα ιστορικά ελβετικά ξενοδοχειακά σχολεία, εξακολουθούν να παράγουν αποφοίτους που διαπρέπουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι, λοιπόν, η στιγμή να επανεξετάσουμε την πορεία της εκπαίδευσης στη φιλοξενία και να επιστρέψουμε σε ένα μοντέλο που συνδυάζει τη θεωρητική γνώση με την πρακτική αριστεία.
Από τις ξενοδοχειακές σχολές στην πανεπιστημιακή ομοιογενοποίηση
Η εκπαίδευση στη φιλοξενία ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, με την École Hôtelière de Lausanne (EHL) στην Ελβετία να αποτελεί το πρώτο ξενοδοχειακό σχολείο παγκοσμίως. Το πρωτοποριακό αυτό μοντέλο βασιζόταν στη βιωματική μάθηση, με τους φοιτητές να συμμετέχουν ενεργά σε όλες τις λειτουργίες ενός ξενοδοχείου, από τη ρεσεψιόν μέχρι την κουζίνα και την εστίαση.
Στην Ελλάδα, οι πρώτες επίσημες δομές τουριστικής εκπαίδευσης ιδρύθηκαν το 1937, υπό την αιγίδα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), με τη δημιουργία των Σχολών Τουριστικών Επαγγελμάτων (Σ.Τ.Ε.), ξεκινώντας από την Αθήνα. Οι σχολές αυτές εφάρμοσαν μέχρι πριν μερικά χρόνια το Ευρωπαϊκό/Ελβετικό πρότυπο εκπαίδευσης, εστιάζοντας στη σύνδεση θεωρίας και πράξης.
Το 1956 ιδρύθηκε η Ανώτερη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Ρόδου (ΑΣΤΕΡ), ενώ αντίστοιχες σχολές αναπτύχθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, λειτουργώντας ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) μέσα σε πρότυπες κρατικές ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Οι ΑΣΤΕ και οι ΣΤΕ αποτέλεσαν για δεκαετίες τον βασικό κορμό εκπαίδευσης και κατάρτισης στελεχών στους τομείς της φιλοξενίας και της εστίασης, έως και τη δεκαετία του 1980, οπότε και εμφανίστηκαν τα πρώτα τμήματα τουριστικών σπουδών στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.).
Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, άρχισαν να προσφέρονται στην Ελλάδα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών μέσω συνεργασιών με ξένα πανεπιστήμια, κυρίως από ιδιωτικά κολλέγια στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Τα προγράμματα αυτά υιοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό το αμερικανικό μοντέλο εκπαίδευσης που καθιερώθηκε από το φημισμένο Cornell School of Hotel Administration, δίνοντας έμφαση στη διοικητική και στρατηγική διάσταση του κλάδου. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση περιόρισε σημαντικά τη βιωματική μάθηση και την πρακτική άσκηση, στοιχεία θεμελιώδη για τη διαμόρφωση ικανών επαγγελματιών της φιλοξενίας.
Καθώς η εκπαίδευση στη φιλοξενία διεθνοποιούνταν, όλο και περισσότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ακολούθησαν το αμερικανικό πρότυπο, ενσωματώνοντας τα προγράμματα φιλοξενίας στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων και περιορίζοντας τον πρακτικό τους χαρακτήρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απομάκρυνση της εκπαίδευσης από τις ιδιαίτερες ανάγκες και τις αξίες του ίδιου του κλάδου.

Η παρούσα κρίση: Η επικράτηση των μάνατζερ και ακαδημαϊκή απαξίωση
Καθώς η εκπαίδευση στη φιλοξενία ενσωματώνεται όλο και περισσότερο σε πανεπιστημιακές δομές, παρατηρείται μια επικίνδυνη τάση: η απομάκρυνση από την ουσία της φιλοξενίας και η υιοθέτηση μιας καθαρά διοικητικής και θεωρητικής προσέγγισης. Η τάση αυτή επιτείνεται από δύο βασικές δυνάμεις: την επικράτηση των μάνατζερ στην ανώτατη εκπαίδευση (managerialism) και την ακαδημαϊκή ελιτίστικη απαξίωση των εφαρμοσμένων επιστημών.
Ο «μανατζεραλισμός», ως κυρίαρχη λογική στη λειτουργία των πανεπιστημίων, επιβάλλει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων με όρους αποδοτικότητας, κόστους-οφέλους και αριθμητικών δεικτών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα προγράμματα φιλοξενίας που απαιτούν επενδύσεις σε εξειδικευμένες υποδομές (όπως εκπαιδευτικές κουζίνες, εστιατόρια και πρότυπα ξενοδοχειακά εργαστήρια), θεωρούνται οικονομικά «ασύμφορα» και συχνά υποβαθμίζονται ή ακόμη και καταργούνται.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής αποτελεί το κλείσιμο του εστιατορίου στο Oxford Brookes University το 2020, όπου οι σπουδαστές εξασκούνταν τόσο στην εστιατοριακή όσο και την μαγειρική τέχνη. Παρότι η συγκεκριμένη δομή προσέφερε ανεκτίμητη πρακτική εμπειρία και ενίσχυε ουσιαστικά τη θέση των φοιτητών στην αγορά εργασίας (employability), η διοίκηση έκρινε (με αμφιλεγόμενα κριτήρια) ότι δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη. Αντίστοιχα, το 2009, οι συντάκτες του άρθρου βίωσαν εκ των έσω την απόφαση για την κατάργηση του ιστορικού Scottish Hotel School, μιας από τις παλαιότερες και πλέον καταξιωμένες ξενοδοχειακές σχολές στην Ευρώπη, η οποία ενσωματώθηκε στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων (Business School) του Πανεπιστημίου Strathclyde στη Γλασκώβη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι τα σχετικά προγράμματα του πανεπιστημίου εξακολουθούν μέχρι σήμερα να συγκεντρώνουν υψηλή ζήτηση, γεγονός που υποδηλώνει τη διαρκή ανάγκη για εξειδικευμένες σπουδές στον τομέα της φιλοξενίας.
Αυτά τα περιστατικά δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά φανερώνουν μια γενικευμένη και ανησυχητική νοοτροπία, η οποία αντιμετωπίζει την εκπαίδευση όχι ως κοινωνική επένδυση με μακροπρόθεσμο αντίκτυπο, αλλά ως στενά οικονομικό προϊόν, υποταγμένο σε λογικές κόστους και απόδοσης. Παράλληλα, εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, τα γνωστικά αντικείμενα που σχετίζονται με εφαρμοσμένα επαγγέλματα, όπως η φιλοξενία, η γαστρονομία και ο τουρισμός, συχνά θεωρούνται «δευτερεύοντα» έναντι των παραδοσιακών θεωρητικών επιστημών (academic subject snobbery). Αυτή η ιεράρχηση των επιστημών οδηγεί στην περιθωριοποίηση των ξενοδοχειακών σπουδών, οι οποίες καλούνται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των σχολών διοίκησης επιχειρήσεων, χάνοντας έτσι την αυτονομία, τη μοναδικότητα και την επαγγελματική τους ταυτότητα.
Επιπλέων, η ίδια η ερευνητική δραστηριότητα στους τομείς της φιλοξενίας υποτιμάται. Εφαρμοσμένες έρευνες που επιλύουν πρακτικά προβλήματα της βιομηχανίας συχνά παραγκωνίζονται από δημοσιεύσεις που εξυπηρετούν κυρίως ακαδημαϊκά κριτήρια δημοσίευσης σε «υψηλόβαθμα» περιοδικά, χωρίς να προσφέρουν απτό όφελος στον κλάδο.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένα διευρυμένο χάσμα μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς. Οι εργοδότες, ιδιαίτερα οι μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι, εκφράζουν αυξανόμενη δυσαρέσκεια για το επίπεδο ετοιμότητας των αποφοίτων, οι οποίοι διαθέτουν θεωρητικές γνώσεις, αλλά υστερούν σε πρακτικές δεξιότητες, επαγγελματική συμπεριφορά και ηγετικές ικανότητες εντός του επιχειρησιακού περιβάλλοντος.
Η επιστροφή στις Ξενοδοχειακές Σχολές
Απέναντι στις προκλήσεις που διαμορφώνει η σημερινή πραγματικότητα, γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για ριζική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο εκπαιδεύουμε τους επαγγελματίες της φιλοξενίας. Η απάντηση δεν βρίσκεται στη βαθύτερη ακαδημαϊκή εξειδίκευση, αλλά στην επιστροφή στις ρίζες της ξενοδοχειακής εκπαίδευσης: στο μοντέλο του ξενοδοχειακού σχολείου (Hotel School) που ενσωματώνει θεωρία, πράξη και επαγγελματικό ήθος.
Το μοντέλο αυτό δεν είναι απλώς ένα ρομαντικό κατάλοιπο του παρελθόντος. Αντιθέτως, είναι το μόνο αποδεδειγμένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την ανάπτυξη ηγετών που μπορούν να ανταποκριθούν στις πολυδιάστατες απαιτήσεις της σύγχρονης φιλοξενίας. Σχολές όπως το EHL, το Hotelschool The Hague και το SHTM στο Χονγκ Κονγκ, παραμένουν πιστές σε αυτήν τη φιλοσοφία και συνεχίζουν να παράγουν επαγγελματίες με υψηλό βαθμό ετοιμότητας, διοικητικές δεξιότητες, αλλά και έντονη επίγνωση της σημασίας της εξυπηρέτησης και της ανθρώπινης εμπειρίας, παράλληλα με την αξιοποίηση των νέων τάσεων και τεχνολογιών.
Το ξενοδοχειακό σχολείο (Hotel School) δεν εστιάζει απλώς στο «πώς» λειτουργεί ένα ξενοδοχείο, αλλά στο «γιατί» έχει σημασία η κάθε λεπτομέρεια. Οι φοιτητές εκπαιδεύονται σε πραγματικές συνθήκες, έρχονται σε επαφή με πελάτες, αναλαμβάνουν ευθύνες και μαθαίνουν μέσα από την πράξη, μια παιδαγωγική προσέγγιση που ενισχύει τις δεξιότητες, την αυτοπεποίθηση και την επαγγελματική συνείδηση.
Για να προετοιμάσουμε τους ηγέτες του αύριο, είναι απαραίτητο να διαμορφώσουμε ένα νέο πλαίσιο που θα επανατοποθετεί τη φιλοξενία ως αυτόνομο και σεβαστό γνωστικό πεδίο, και όχι ως παρακλάδι της διοίκησης επιχειρήσεων. Ένα «μανιφέστο» για την επανεκκίνηση της ξενοδοχειακής εκπαίδευσης θα μπορούσε να βασίζεται στους εξής άξονες:
- Επανασύσταση αυτοδιοίκητων ξενοδοχειακών σχολών, που θα είναι αυτόνομες από τις σχολές διοίκησης.
- Επαναφορά της βιωματικής μάθησης, με επενδύσεις σε εργαστήρια και υποδομές.
- Ισορροπία θεωρίας και πράξης, με μελέτες περίπτωσης, προσομοιώσεις, projects και πρακτική άσκηση σε συνεργασία με τον κλάδο (ως προς τη σχεδίαση και υλοποίηση).
- Αμφισβήτηση της ακαδημαϊκής ιεραρχίας, αναγνωρίζοντας την αξία της εφαρμοσμένης έρευνας.
- Αξιολόγηση των ακαδημαϊκών προγραμμάτων με ολιστικά κριτήρια, πέρα από τη λογική του κόστους.
- Ενίσχυση συνεργασιών με τη βιομηχανία, μέσω επιτροπών, πρακτικής άσκησης και κοινού σχεδιασμού μαθημάτων.
- Αναβάθμιση της εικόνας του επαγγέλματος, με έμφαση στις ευκαιρίες καριέρας και εξέλιξης.
Η εφαρμογή αυτού του πλαισίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί πολιτική βούληση, χρηματοδότηση, συνεργασία μεταξύ θεσμών και επαγγελματικής κοινότητας, και πάνω απ’ όλα, πίστη ότι η φιλοξενία δεν είναι απλώς μια μορφή επιχειρηματικότητας, είναι μια κοινωνική και πολιτισμική πράξη.
Συμπέρασμα
Η ακαδημαϊκή εκπαίδευση στον κλάδο της φιλοξενίας βρίσκεται σε καθοριστική καμπή. Από τη μία, η πορεία προς την ακαδημαϊκή ομοιογεννοποίηση, την υπαγωγή της σε διοικητικές σχολές και την απομάκρυνση από τη βιωματική εκπαίδευση. Από την άλλη, δυναμώνει η φωνή όσων πιστεύουν ότι η φιλοξενία δεν είναι απλώς ένας τομέας της οικονομίας, αλλά ένα στοιχείο που μας χαρακτηρίζει ως λαό και αντικατοπτρίζει τον πολιτισμό, τις αξίες και την εθνική μας ταυτότητα.
Αν θέλουμε να διαμορφώσουμε αυθεντικούς ηγέτες για τον κλάδο, πρέπει να επενδύσουμε ξανά στην εκπαίδευση που εμπνέει, προετοιμάζει και διαμορφώνει προσωπικότητες. Μια εκπαίδευση που δεν περιορίζεται στη θεωρία, αλλά ενσωματώνει την πράξη, την εμπειρία, καθώς και την κριτική και δημιουργική σκέψη.
Ας σχεδιάσουμε το μέλλον της εκπαίδευσης στη φιλοξενία όχι απορρίπτοντας το παρελθόν, αλλά τιμώντας το. Το πνεύμα του ξενοδοχειακού σχολείου, μπορεί ακόμη να μας δείξει τον δρόμο με την ανθρωποκεντρική του έμφαση και την εστίαση στην αριστεία και καινοτομία. Η ξενοδοχειακή εκπαίδευση χρειάζεται να ανακτήσει τη δική της ταυτότητα προκειμένου να εναρμονιστεί με τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες της αγοράς.
Το ερώτημα δεν είναι πια αν θα αλλάξουμε, αλλά πώς και πότε. Και η απάντηση πρέπει να ξεκινήσει τώρα, στις αίθουσες, στα εργαστήρια, στις κουζίνες και στο σχεδιασμό νέων προγραμμάτων. Γιατί το μέλλον της φιλοξενίας δεν χτίζεται μόνο με επενδύσεις σε τουριστικές μονάδες, αλλά και με επένδυση στους ανθρώπους που θα τις ηγηθούν.
(*)Ο Δρ. Χαράλαμπος Γιουσμπάσογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Bournemouth University Business School με εμπειρία δύο δεκαετιών σε ξενοδοχεία και εστιατόρια πολυτελείας. Ειδικεύεται στην Εκπαίδευση και τη Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού στον κλάδο των υπηρεσιών.
Η Δρ. Ευαγγελία Μαρινάκου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Bournemouth University Business School. Ειδικεύεται στην Ηγεσία, Εκπαίδευση και Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού στον κλάδο των υπηρεσιών.