Η ελβετική UBS διατηρεί την εποικοδομητική μακροοικονομική της άποψη και βελτιώνει τις εκτιμήσεις της για το ΑΕΠ του 2021 και του 2022 σε 8,5% και 5,5% αντίστοιχα, πάνω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
«Η Ελλάδα είχε μια εντυπωσιακή οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία, με το ΑΕΠ να υπερβαίνει το επίπεδο πριν από την πανδημία (4ο τρίμηνο του 2019) το 3ο τρίμηνο του 2021. Η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,7% από τρίμηνο σε τρίμηνο το Q3 (13,4% σε ετήσια βάση), μετά από 2,1% από τρίμηνο σε τρίμηνο το Q2 του 2021 -το πέμπτο τρίμηνο αδιάλειπτης διαδοχικής επιτάχυνσης-, κίνηση που συνιστά την ισχυρότερη πορεία τα τελευταία 20 χρόνια», εξηγούν οι αναλυτές της UBS.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία για το τέταρτο τρίμηνο του 2021, η UBS αναθεωρεί την πρόβλεψή της για το ΑΕΠ του 2021 σε 8,5% από 7,9% προηγουμένως. Το 2021, η ανάπτυξη επωφελήθηκε από την κατανάλωση των νοικοκυριών, μια αρκετά σταθερή αύξηση των πάγιων επενδύσεων και την ανάκαμψη των εξαγωγών υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία κ.λπ.).
«Αυξάνουμε επίσης την πρόβλεψη για το ΑΕΠ του 2022 σε 5,5% ή 60 μ.β. πάνω από την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη 13η έκθεση εποπτείας», επισημαίνει η τράπεζα.
«Το 2022 αναμένεται να επωφεληθεί από τις εισροές κεφαλαίων της ΕΕ, τον τουρισμό και τη συνεχιζόμενη κατανάλωση. Η αναθεωρημένη πρόβλεψή μας για το 2022 είναι επίσης σύμφωνη με το επιχειρηματικό κλίμα που αγγίζει το υψηλότερο επίπεδο από το 2000, με κινητήρια δύναμη τη βιομηχανία, τις υπηρεσίες και τις κατασκευές. Η ανάπτυξη του 2022 αναμένεται να ωθηθεί από τις επενδύσεις (ανάκαμψη των εισροών κεφαλαίων της ΕΕ) και σε μικρότερο βαθμό από την αύξηση της κατανάλωσης και κάποια ανάκαμψη του τουρισμού», εκτιμά η UBS.
Η αναθεώρηση της UBS για το ΑΕΠ βασίζεται επίσης σε: α) ισχυρή ανάπτυξη από το 2021, β) την πρωιμότερη έναρξη της τουριστικής περιόδου, γ) την προκαταρκτική έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της επόμενης δόσης του RRF ύψους 3,6 δισ. ευρώ, δεδομένης της επίτευξης 15 ορόσημων και δ) αύξηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών (αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 19 δισ. ευρώ ή περίπου 10% του ΑΕΠ το 2020-2021), γεγονός που θα μπορούσε να βοηθήσει την κατανάλωση ακόμη και σε περίπτωση αυξημένου πληθωρισμού.
Οι τράπεζες κοιτάνε μπροστά
Οι ελληνικές τράπεζες το 2021 ολοκλήρωσαν σε μεγάλο βαθμό την άρση των βαρών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και μετατοπίζουν το βάρος στις δανειοδοτήσεις των επιχειρηματικών δανείων με υψηλότερη ταχύτητα το 2022. Οι μεγάλες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) και άμεσες πωλήσεις χαρτοφυλακίων επιτάχυναν την απομείωση του κινδύνου στον ισολογισμό των τραπεζών το 2021.
Τα στοιχεία της ΤτΕΕΛΛ +0,83% δείχνουν ότι ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων του τομέα μειώθηκε στο μισό κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου του 2021, σε 16% (24 ποσοστιαίες μονάδες μείωση από το 2019).
Με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να βρίσκονται σε πορεία προς μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από φέτος και με επαρκή πλέον ικανότητα δανεισμού μετά την ολοκλήρωση των κεφαλαιακών μέτρων ενίσχυσης, αναμένει η UBS ότι ο τομέας θα συμβάλει σημαντικά στη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάκαμψης. Τα στρατηγικά σχέδια των τραπεζών εξαρτώνται από σημαντικές καθαρές νέες εταιρικές δανειοδοτήσεις, προκειμένου να επιτύχουν μεσοπρόθεσμα τον στόχο για αποδοτικότητα ROTE πάνω από 10%.
Μείωση του ελλείμματος και του χρέους
Η Ελλάδα κατέγραψε αξιοσημείωτη δημοσιονομική υπεραπόδοση το 2021, με το πρωτογενές έλλειμμα να πλησιάζει το -6% του ΑΕΠ. Ο προϋπολογισμός του 2022 στοχεύει σε πρωτογενές έλλειμμα -1,2% του ΑΕΠ, με δεδομένο ότι μόνο μέτρα ύψους περίπου 1,7% του ΑΕΠ σχετίζονται με την πανδημία.
Ο προϋπολογισμός του Ιανουαρίου 2022 ξεκίνησε επίσης με υπεραπόδοση 1,2 δισ. ευρώ έναντι των στόχων. «Αναμένουμε ότι το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) θα μειωθεί από 206,3% του ΑΕΠ το 2020 στο 184% του ΑΕΠ έως το 2023. Η Ελλάδα θα αποπληρώσει το ΔΝΤ πρόωρα (απομένει 1,9 δισ. ευρώ) μέχρι το τέλος του Μαρτίου. Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει υψηλά ταμειακά αποθέματα (32 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021)», υπολογίζουν οι αναλυτές της UBS.
Βασικοί κίνδυνοι και δεσμοί με Ρωσία/Ουκρανία
Οι βασικοί κίνδυνοι για τη μακροοικονομική άποψη είναι: άλλη μια παραλλαγή του ιού που επηρεάζει τον τουρισμό και την κινητικότητα, με πιθανή επιβράδυνση της ΕΕ. Όσον αφορά τους δεσμούς με Ρωσία/Ουκρανία επισημαίνει η UBS τον ρόλο της ενέργειας.
Όπως προκύπτει από την ομάδα European Economics της UBS, η Ελλάδα προμηθεύεται το 20% του πετρελαίου που εισάγει από τη Ρωσία και περίπου το 32% του φυσικού αερίου που εισάγει. Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και οι τιμές χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας έχουν συμβάλει κατά 2,2% και 0,3% αντίστοιχα στον ΔΤΚ του Ιανουαρίου, που ανήλθε σε 5,5% ετησίως. Ο ρωσικός τουρισμός και οι αφίξεις αντιπροσώπευαν μόνο το 0,8% των αφίξεων ξένων τουριστών το 2021 και η Ρωσία μόνο αντιπροσώπευε το 0,5% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών.
ΠΗΓΗ: www.kerdos.gr