gitsakis

Τουριστική ανάπτυξη της ορεινής Ελλάδας και προώθηση του χειμερινού τουρισμού | Ρεαλιστικός στόχος ή ευχολόγιο;

ΓΝΩΜΗ

του Ιωάννη Γκιτσάκη (*)
Η καθιέρωση της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού τεσσάρων εποχών αποτελεί διαρκή στόχο του ελληνικού τουρισμού. Πολλές διαφημιστικές καμπάνιες έχουν προσπαθήσει κατά καιρούς να αναδείξουν την Ελλάδα ή επιμέρους Περιφέρειες της χώρας μας σε τουριστικούς προορισμούς τεσσάρων εποχών.

Τα δύο βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν είναι:

α) Μπορεί να γίνει αυτό; Μπορεί δηλαδή η Ελλάδα να προσελκύσει και χειμερινό τουρισμό;

β) Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Πώς μπορεί δηλαδή η χώρα μας το χειμώνα, αφενός να κρατήσει τους Έλληνες εκδρομείς και αφετέρου να προσελκύσει και ξένους τουρίστες;

Για να απαντηθεί το πρώτο ερώτημα, θα πρέπει καταρχήν να αναρωτηθούμε αν η χώρα μας διαθέτει τουριστικούς προορισμούς που θα μπορούσαν να προσελκύσουν έναν Έλληνα ή ξένο τουρίστα για χειμερινές διακοπές.

Η απάντηση είναι βεβαίως και διαθέτει. Η ορεινή Ελλάδα είναι προικισμένη με προορισμούς μοναδικούς, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν, όχι μόνο από τα χιονοδρομικά κέντρα της Βουλγαρίας, που κατακλύζονται κάθε χρόνο από Έλληνες τουρίστες, αλλά ούτε και από τους περισσότερους διάσημους χειμερινούς προορισμούς της Κεντρικής Ευρώπης. Στην ορεινή Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες προορισμοί και εκατοντάδες παραδοσιακά χωριά, γνωστά και άγνωστα, κοσμικά ή μακριά από το μαζικό τουρισμό, κτισμένα με μοναδική αρχιτεκτονική σε φυσικό τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς, με γευστική κουζίνα και παραδοσιακά προϊόντα.

Στους προορισμούς αυτούς έχω αναφερθεί σε δύο άρθρα μου. Το πρώτο, με τίτλο «”Κορονο-Χειμώνας”; Ευκαιρία να ανακαλύψουμε την ορεινή Ελλάδα», το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2020 του περιοδικού Χρήμα & Τουρισμός.
Και το δεύτερο, με τίτλο «Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν με την “Όμικρον”; Ευκαιρία να ανακαλύψουμε την ορεινή Ελλάδα». Ενώ σε ένα τρίτο άρθρο, με τίτλο «Τα νησιά του Χειμώνα στον ελληνικό τουρισμό και οι δυνατότητές τους», επιχείρησα μία πρωτότυπη προσέγγιση και καταγραφή των ελληνικών νησιών που προσφέρονται για διακοπές ακόμα και στην καρδιά του χειμώνα και μπορούν να αναδειχθούν και σε χειμερινούς τουριστικούς προορισμούς.

Ζαγοροχώρια – Πάπιγκο

Το δεύτερο και σημαντικότερο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουμε καταφέρει να αναδείξουμε και να αναπτύξουμε τους ορεινούς τουριστικούς προορισμούς της χώρας μας. Γιατί δεν έχουμε καταφέρει, όχι μόνο να προσελκύσουμε ξένους τουρίστες το χειμώνα, αλλά ούτε καν να κρατήσουμε τους Έλληνες τουρίστες, οι οποίοι φαίνεται να προτιμούν χειμερινούς προορισμούς κυρίως των Βαλκανίων και δευτερευόντως της Κεντρικής Ευρώπης.

Οι λόγοι βεβαίως είναι πολλοί. Καταρχάς είναι το κόστος. Ένα ταξίδι σε κάποιο δημοφιλή τουριστικό προορισμό της χώρας μας, ιδίως την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κοστίζει ακριβότερα, όχι μόνο από ένα ταξίδι σε κάποια βαλκανική πρωτεύουσα ή χιονοδρομικό κέντρο της Βουλγαρίας, αλλά ακόμα και από ένα ταξίδι σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο των Άλπεων. Οι λόγοι που επηρεάζουν το κόστος είναι πολλοί. Ένας από αυτούς είναι το υψηλό κόστος θέρμανσης, το οποίο εκτινάχθηκε κατά τη «μνημονιακή» περίοδο, λόγω της υψηλής φορολογίας. Το κόστος θέρμανσης έχει καταστήσει ουσιαστικά μη βιώσιμη τη λειτουργία των μικρών, οικογενειακών ορεινών τουριστικών καταλυμάτων σε περιόδους εκτός υψηλής ζήτησης. Όταν λοιπόν επιχειρήσεις να κάνεις κράτηση σε κάποιο ορεινό τουριστικό κατάλυμα ένα «απλό» Σαββατοκύριακο του χειμώνα και λάβεις την απάντηση από τον ιδιοκτήτη, ότι δεν τον συμφέρει να ανοίξει τη θέρμανση μόνο για ένα ή δύο δωμάτια, λογικό δεν είναι να στραφείς στο Μπάνσκο ή σε κάποιον άλλο γειτονικό βαλκανικό χειμερινό προορισμό;

Ο δεύτερος βασικός λόγος, άμεσα συνδεδεμένος με το κόστος, είναι η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Με τα ίδια (ή και με λιγότερα) χρήματα που κοστίζει ένα απλό δίκλινο δωμάτιο σε ένα μικρό τουριστικό κατάλυμα της ορεινής Ελλάδας, μπορείς να κλείσεις δωμάτιο σε ένα 4στερο ξενοδοχείο στο Μπάνσκο ή σε άλλο χιονοδρομικό κέντρο της Βουλγαρίας (αλλά και της Ρουμανίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Σλοβενίας ή της Βοσνίας), το οποίο διαθέτει θερμαινόμενη πισίνα και σπα. Γιατί λοιπόν να μην το προτιμήσεις, τη στιγμή που και το υπόλοιπο κόστος (φαγητό, διασκέδαση, δραστηριότητες κλπ.) είναι χαμηλότερο;

Ένας τρίτος λόγος είναι η ηλιοφάνεια και ο καλός καιρός. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της χώρας μας την καλοκαιρινή περίοδο, αποτελεί ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της τη χειμερινή περίοδο, σε σύγκριση με τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Όπως και να το κάνουμε, χειμερινό ταξίδι με ηλιοφάνεια, 15 βαθμούς θερμοκρασία και χωρίς χιόνια, δεν αποτελεί το ιδανικό χειμερινό ταξίδι.

Ένας τέταρτος σημαντικός λόγος είναι η σχεδόν παντελής έλλειψη χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας στην Ελλάδα. Το γεγονός δηλαδή ότι η χώρα μας δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει δημοφιλής τουριστικός προορισμός την περίοδο των Χριστουγέννων, όπως έχω αναπτύξει σε σχετικό άρθρο μου, με τίτλο «Η τουριστική βιομηχανία των Χριστουγέννων και η απουσία της Ελλάδας», στο οποίο προτείνω ορισμένες απλές και εφαρμόσιμες λύσεις για την ανάδειξη της Ελλάδας σε δημοφιλή ευρωπαϊκό τουριστικό προορισμό και για την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Τέλος, ένας πέμπτος βασικός λόγος είναι ότι δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε, όχι μόνο τους ξένους τουρίστες, αλλά ούτε και τους Έλληνες, ότι η χώρα μας μπορεί να αποτελέσει χειμερινό τουριστικό προορισμό. Κάτι που οφείλεται στην απουσία προβολής (ή έστω στην υποτυπώδη προβολή) της χώρας μας ως χειμερινού τουριστικού προορισμού.

Το δεύτερο και σημαντικότερο ερώτημα είναι τί μπορούμε να κάνουμε προκειμένου να καταφέρουμε να αναδείξουμε την Ελλάδα ως χειμερινό τουριστικό προορισμό; Πώς μπορούμε να προσελκύσουμε Έλληνες και ξένους τουρίστες στους ορεινούς προορισμούς της χώρας μας ή ακόμα και στα νησιά μας; Ορισμένες σκέψεις και προτάσεις, που επιχειρούν να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό και να δώσουν λύσεις στα πέντε βασικότερα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι οι ακόλουθες:

  1. Χαμηλό και ανταγωνιστικό κόστος. Τί σημαίνει αυτό; Ότι θα πρέπει να μειωθούν οι τιμές, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, προκειμένου να σταματήσει η «διαρροή» Ελλήνων τουριστών προς τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Ποιος θα πρέπει να επωμιστεί αυτό το κόστος; Η απάντηση είναι προφανής: Αυτός που πρωτίστως το δημιουργεί, δηλαδή το Κράτος. Πράγματι, η υψηλή και μη ανταγωνιστική τιμή ενός εγχώριου ορεινού τουριστικού καταλύματος ή ξενοδοχείου οφείλεται τουλάχιστον κατά το ήμισυ σε κρατικές επιβαρύνσεις. Σε φόρους, τέλη και εισφορές που επιβαρύνουν το κόστος θέρμανσης, μετακίνησης και διαμονής στην ορεινή Ελλάδα.

Αυτό λοιπόν το κόστος θα πρέπει να μειωθεί. Δεν θα επιχειρήσω να προτείνω συγκεκριμένες μειώσεις (π.χ. στο ΦΠΑ, στους ειδικούς φόρους των καυσίμων, στα τέλη που επιβαρύνουν τη διαμονή κλπ.), θα πω όμως με βεβαιότητα, πως όποιες μειώσεις φόρων γίνουν προς αυτή τη κατεύθυνση, όχι μόνο δεν θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά αντιθέτως θα ενισχύσουν τα κρατικά έσοδα, λόγω της αύξησης των τουριστικών ροών και των τουριστικών εισπράξεων. Περισσότεροι τουρίστες, Έλληνες και ξένοι, σημαίνει περισσότερα έσοδα και περισσότερες θέσεις εργασίας. Και αυτό συνεπάγεται περισσότερα φορολογικά έσοδα, περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές και λιγότερα επιδόματα ανεργίας. Εάν εξασφαλίσουμε 12μηνη θέση απασχόλησης σε έναν εργαζόμενο του τουριστικού κλάδου, τότε αυτομάτως παύει η ανάγκη καταβολής του αντίστοιχου εποχιακού επιδόματος ανεργίας. Άλλωστε, η βασική οικονομική φιλοσοφία της σημερινής κυβέρνησης στηρίζεται σε αυτήν ακριβώς τη βάση: Ότι η μείωση της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας οδηγεί τελικά στην αύξηση των δημοσίων εσόδων. Είναι απορίας άξιο λοιπόν, γιατί αυτή η φιλοσοφία δεν εφαρμόζεται και στον ελληνικό τουρισμό και ιδίως στον ορεινό και χειμερινό τουρισμό.

Επιπλέον, θα μπορούσαν να προβλεφθούν και ορισμένα οικονομικά «αντικίνητρα» για τις οδικές εξορμήσεις Ελλήνων σε γειτονικές βαλκανικές χώρες, όπως η θεσμοθέτηση μιας κάρτας διοδίων (βινιέτας) για κάθε όχημα (με ελληνικές ή ξένες πινακίδες) που εισέρχεται στην Ελλάδα. Την κάρτα αυτή θα υποχρεούνται να προμηθεύονται και οι Έλληνες οδηγοί που εισέρχονται από τα σύνορα με τις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία, όπως έχω αναπτύξει σε σχετικό άρθρο μου, με τίτλο «Κάρτα διοδίων στις οδικές εισόδους της χώρας – Μία “ανώδυνη” φορολόγηση με αναπτυξιακό πρόσημο».

  1. Ποιοτική αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών. Ακόμα όμως και να καταφέρουμε να μειώσουμε το κόστος ενός ταξιδιού στην ορεινή Ελλάδα, έτσι ώστε η τιμή του να είναι ανταγωνιστική με αυτή ενός αντίστοιχου ταξιδιού στις βαλκανικές χώρες, και πάλι παραμένει μία πολύ σημαντική ποιοτική διαφορά ανάμεσα στα δύο ταξίδια. Με τα ίδια χρήματα οι Έλληνες (αλλά και οι ξένοι) τουρίστες «αγοράζουν» στα Βαλκάνια κάτι ποιοτικά ανώτερο από αυτό που «αγοράζουν» στην Ελλάδα. Η επίλυση του προβλήματος αυτού φαντάζει καταρχήν αδύνατη, λόγω της σημαντικής διαφοράς τιμών ανάμεσα στην Ελλάδα και τις βαλκανικές χώρες. Παρόλα αυτά, η ίδια διαφορά τιμών υπάρχει και το καλοκαίρι, χωρίς αυτό να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για Έλληνες και ξένους τουρίστες. Αντιθέτως μάλιστα, η Ελλάδα και κυρίως η Βόρεια Ελλάδα προσελκύει εισερχόμενο τουρισμό από τις βαλκανικές χώρες.

Η λύση λοιπόν είναι η στοχευμένη διαφημιστική προβολή της ορεινής Ελλάδας, στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών υποδομών (δημόσιων και ιδιωτικών) της ορεινής Ελλάδας. Ξεκινώντας π.χ. κάποιος από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Μπάνσκο, η διαδρομή είναι εύκολη και ευχάριστη, με μόνο πρόβλημα ίσως την αναμονή στα σύνορα κατά την περίοδο των εορτών λόγω της αυξημένης κίνησης. Εάν όμως ο προορισμός του είναι π.χ. τα Τζουμέρκα, τότε το ταξίδι είναι μια πραγματική Οδύσσεια ή ακόμα και κάτι ακατόρθωτο σε περίπτωση χιονόπτωσης. Εφόσον λοιπόν θέλουμε χειμερινό τουρισμό στην ορεινή Ελλάδα, τότε χρειαζόμαστε και άμεση αναβάθμιση των δημόσιων τουριστικών υποδομών.

Το ίδιο ισχύει και για τις ιδιωτικές τουριστικές υποδομές και ιδίως για τα ξενοδοχεία και τα τουριστικά καταλύματα. Στο Μπάνσκο ο τουρίστας καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε εκατοντάδες ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων με ανταγωνιστικές τιμές. Αυτά τα ξενοδοχεία κτίστηκαν κυριολεκτικά από το μηδέν. Υποθέτω ότι η βουλγαρική κυβέρνηση αναζήτησε ξένους ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι ανέλαβαν την τουριστική αξιοποίηση της περιοχής. Στη συνέχεια «δούλεψε» ο ανταγωνισμός. Όταν ένας τουριστικός προορισμός «πουλάει», τότε προσελκύει συνεχώς και νέες επενδύσεις. Το έχουμε δει στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, όπου πλέον κτίζονται πολυτελή ξενοδοχεία ακόμα και στις πιο απίθανες ή βραχώδεις περιοχές που έχουν απομείνει χωρίς δόμηση. Με τον τρόπο αυτό, μέσα σε μία δεκαετία, το Μπάνσκο έχει μετατραπεί σε χειμερινό θέρετρο παγκοσμίου επιπέδου.

Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο θα πρέπει να σχεδιαστεί και η τουριστική ανάπτυξη της ορεινής Ελλάδας. Θα πρέπει να επιλέξουμε εκείνους τους προορισμούς που προσφέρονται για ανάλογη τουριστική ανάπτυξη, να εκπονήσουμε ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξή τους και ακολούθως να αναζητήσουμε εγχώριους και ξένους επενδυτές, παρέχοντας βεβαίως και τα απαραίτητα φορολογικά και οικονομικά κίνητρα για την προσέλκυσή τους.

Χωρίς αυτόν τον κεντρικό σχεδιασμό, θα καταλήγουμε να θεωρούμε ως επιτυχία τη μακροχρόνια «μίσθωση» (παραχώρηση) ίσως του ωραιότερου (από πλευράς φυσικού τοπίου) χιονοδρομικού κέντρου της χώρας μας, στα 3-5 Πηγάδια της Νάουσας, έναντι ετήσιου «μισθώματος» μόλις 31.000 ευρώ. Ενός χιονοδρομικού κέντρου που βρίσκεται σε μια περιοχή, η οποία πληροί όλες τις προδιαγραφές για να μετατραπεί στο «Μπάνσκο» της Ελλάδας, καθώς διαθέτει απαράμιλλη φυσική ομορφιά, επαρκή χιονοκάλυψη, δύο εθνικά χιονοδρομικά κέντρα (Σέλι και 3-5 Πηγάδια), μία περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (Άγιος Νικόλαος Νάουσας) που παραμένει αναξιοποίητη, καθώς και δύο ενδιαφέρουσες τουριστικά πόλεις (Βέροια και Νάουσα). Αν σε αυτά προσθέσουμε την ευκολία πρόσβασης (Αεροδρόμιο Μακεδονία της Θεσσαλονίκης και Εγνατία οδός) αλλά και την ιστορική σημασία της περιοχής (αρχαιολογικός χώρος και μουσείο των βασιλικών τάφων των Αιγών στη Βεργίνα), έχουμε όλα τα απαραίτητα συστατικά για τη δημιουργία ενός χειμερινού τουριστικού προορισμού διεθνούς εμβέλειας. Αρκεί να υπάρχει όραμα και σχέδιο.

Χιονοδρομικό Κέντρο 3-5 Πηγάδια Νάουσας

 

  1. Το πρόβλημα του καιρού φαντάζει καταρχήν αξεπέραστο. Είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα της χώρας μας σε σχέση με τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Ας προσπαθήσουμε καταρχήν να το περιορίσουμε. Ας φέρουμε σύγχρονα μηχανήματα δημιουργίας τεχνητού χιονιού στα δημοφιλή χιονοδρομικά κέντρα της χώρας, προκειμένου να διασφαλίσουμε τη λειτουργία τους για περισσότερες ημέρες. Και από κει και πέρα ας προσπαθήσουμε να το μετατρέψουμε σε πλεονέκτημα. Ας επικεντρωθούμε στην προβολή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ορεινής Ελλάδας, τα οποία μπορεί να απολαύσει ένας τουρίστας με σύμμαχο τον καλό καιρό. Την ομορφιά του φυσικού τοπίου, τη γραφικότητα και τη μοναδικότητα της αρχιτεκτονικής των ορεινών χωριών μας, τον πλούτο της ελληνικής γαστρονομίας, αλλά και την έλλειψη μαζικού τουρισμού, η οποία παρέχει μία αίσθηση υγειονομικής ασφάλειας, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό στην εποχή του Covid αλλά και στη μετά-Covid εποχή.

Δεν μπορούμε λοιπόν πάντα να προσφέρουμε το ειδυλλιακό χιονισμένο τοπίο της Κεντρικής Ευρώπης, οπότε ας επικεντρωθούμε σε αυτά που μπορούμε να προσφέρουμε απλόχερα. Στα ίδια πράγματα που προσελκύουν τουρίστες σε άλλες ανταγωνιστικές μας χώρες, όπως η Ισπανία, η Κύπρος και η Τουρκία, την ίδια εποχή και με ανάλογες καιρικές συνθήκες. Άλλωστε το χιόνι δεν είναι πουθενά δεδομένο. Προσωπικά το έχω αναζητήσει την περίοδο των Χριστουγέννων σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς των Αυστριακών Άλπεων χωρίς όμως επιτυχία. Σίγουρα απογοητεύτηκα, όμως ποιος μπορεί να πει ότι ένα ταξίδι στο ηλιόλουστο Innsbruck ή στο βροχερό Kitzbühel «πήγε χαμένο» επειδή δεν πετύχαμε White Christmas;

Το ειδυλλιακό Innsbruck έστω και χωρίς χιόνια

 

  1. Ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας των Χριστουγέννων στην Ελλάδα. Όπως ανέφερα παραπάνω, έχω γράψει ένα ειδικό άρθρο για αυτό το ζήτημα. Στο παρόν άρθρο θα επισημάνω μόνο, ότι αν καταφέρουμε να αναβαθμίσουμε το προσφερόμενο χριστουγεννιάτικο προϊόν των μεγάλων ελληνικών πόλεων και μπορέσουμε να προσελκύσουμε Έλληνες και ξένους τουρίστες, τότε αυτό θα έχει αντίκτυπο και στην ανάπτυξη των γειτονικών ορεινών τουριστικών προορισμών. Ένας τουρίστας που θα έρθει στην Ελλάδα για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα σε μια ελληνική πόλη, θα θελήσει να το συνδυάσει και με μία καθαρά χειμερινή τουριστική εμπειρία σε κάποιο γειτονικό ορεινό θέρετρο. Όπως π.χ. η Αράχωβα και ο Παρνασσός για τον επισκέπτη της Αθήνας. Τα 3 – 5 Πηγάδια, το Σέλι και το Καϊμάκτσαλαν για τον επισκέπτη της Θεσσαλονίκης ή της Βέροιας. Η Βασιλίτσα για τον επισκέπτη της Κοζάνης ή των Γρεβενών. Το Περτούλι για τον επισκέπτη της Λάρισας. Τα Καλάβρυτα για τον επισκέπτη της Πάτρας. Το Πήλιο για τον επισκέπτη του Βόλου. Τα Μετέωρα και η Λίμνη Πλαστήρα για τον επισκέπτη των Τρικάλων ή της Καρδίτσας. Τα Ζαγοροχώρια για τον επισκέπτη των Ιωαννίνων. Τα Τζουμέρκα για τον επισκέπτη της Άρτας κλπ. Οι συνδυασμοί αυτοί προσφέρονται σήμερα ως εκδρομές από τα ελληνικά τουριστικά πρακτορεία. Η αναβάθμιση της χριστουγεννιάτικης εμπειρίας που προσφέρουν οι μεγάλες ελληνικές πόλεις θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία αντίστοιχων τουριστικών πακέτων και από ξένους tour operators. Και όταν ο τουρίστας (Έλληνας και ξένος) ανακαλύψει την ομορφιά της ορεινής Ελλάδας και «μάθει το δρόμο», τότε είναι σίγουρο ότι θα την επισκεφτεί και πάλι, όχι μόνο κατά την εορταστική περίοδο αλλά και τον υπόλοιπο χειμώνα. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;
  2. Το στοίχημα των χειμερινών φοιτητικών εκδρομών. Τα τελευταία χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των χειμερινών φοιτητικών εκδρομών κατευθύνεται στο Μπάνσκο της Βουλγαρίας και όχι σε κάποιον τουριστικό προορισμό της ορεινής Ελλάδας, όπως συνέβαινε πριν από 15 – 20 χρόνια. Έτσι όμως, αφενός χάνεται ένα σημαντικό κομμάτι Ελλήνων εκδρομέων που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε κάποιο εγχώριο τουριστικό προορισμό και αφετέρου, οι φοιτητές μας δεν έρχονται πλέον σε επαφή και δεν γνωρίζουν τις ομορφιές της ορεινής Ελλάδας, γεγονός που έχει αντίκτυπο και στη μελλοντική τουριστική συμπεριφορά τους.

Σε σχετικό άρθρο μου, με τίτλο «Ο δρόμος για την τουριστική ανάπτυξη της ορεινής Ελλάδας περνάει από τα έδρανα των ελληνικών Πανεπιστημίων»,  κατέθεσα ορισμένες προτάσεις, όπως η θεσμοθέτηση δύο επίσημων φοιτητικών «Winter Breaks» στα ελληνικά Πανεπιστήμια, η πρόβλεψη ενός ειδικού φοιτητικού τουριστικού voucher για εξαργύρωση σε εκδρομές προς την ορεινή Ελλάδα, η θέσπιση ειδικών φορολογικών κινήτρων προς τα τουριστικά πρακτορεία και τα ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα της ορεινής Ελλάδας, η προβολή των εγχώριων ορεινών τουριστικών προορισμών στα ελληνικά Πανεπιστήμια και η προσαρμογή των προορισμών αυτών και στα δεδομένα της νεολαίας.

Εάν καταφέρουμε να κερδίσουμε το στοίχημα των χειμερινών φοιτητικών εκδρομών τότε το όφελος για την τουριστική ανάπτυξη της ορεινής Ελλάδας θα είναι διπλό: Βραχυπρόθεσμα θα προσελκύσουμε τουρισμό στους ορεινούς προορισμούς της χώρας μας και μάλιστα σε περιόδους χαμηλής ζήτησης, καλύπτοντας έτσι τα κενά της χειμερινής τουριστικής περιόδου. Μακροπρόθεσμα θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τη σημερινή εικόνα των εγχώριων ορεινών τουριστικών προορισμών. Να τους κάνουμε in και trendy. Να δημιουργήσουμε μια νέα γενιά Ελλήνων, αλλά γιατί όχι και ξένων ταξιδιωτών, η οποία θα ανακαλύψει και θα αγαπήσει την ορεινή Ελλάδα. Να δημιουργήσουμε αναμνήσεις, οι οποίες, μετά από μερικά χρόνια, θα οδηγήσουν αυτούς τους φοιτητές να πάρουν την οικογένειά τους και να επισκεφτούν τους προορισμούς της ορεινής Ελλάδας, ως τουρίστες πλέον με υψηλότερες οικονομικές δυνατότητες.

  1. Τελευταίο άφησα το πιο σημαντικό κομμάτι. Αυτό της προβολής και της διαφήμισης. Μέχρι σήμερα δεν είχαμε δει καμία ειδική διαφημιστική καμπάνια, η οποία να επιχειρεί να αναδείξει την ορεινή Ελλάδα ως προορισμό χειμερινών διακοπών. Είχαμε μόνο κάποιες προσπάθειες ανάδειξης της χώρας μας σε τουριστικό προορισμό τεσσάρων εποχών. Καμία στοχευμένη διαφημιστική εκστρατεία ειδικά για την περίοδο του χειμώνα. Όπως όμως έχω γράψει σε άλλο άρθρο, με τίτλο «Ελλάδα, τουριστικός προορισμός τριών ή τεσσάρων εποχών;», ο στρατηγικός στόχος της επέκτασης της τουριστικής περιόδου θα πρέπει να στηριχθεί καταρχήν σε μία διαφημιστική καμπάνια για την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό τριών εποχών. Μία καμπάνια, η οποία θα ενοποιεί τις τρεις εποχές (άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο) και θα εκπέμπει το μήνυμα μιας συνεχόμενης «καλοκαιρινής» τουριστικής περιόδου διάρκειας εννέα μηνών. Παράλληλα, θα πρέπει να σχεδιαστεί και μία δεύτερη διαφημιστική καμπάνια, ειδικά για την περίοδο του χειμώνα. Μία στοχευμένη καμπάνια για την προβολή των ορεινών τουριστικών προορισμών της χώρας μας, αλλά και για την ανάδειξη εκείνων των ελληνικών νησιών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και χειμερινούς τουριστικούς προορισμούς.

Με ιδιαίτερη ικανοποίηση διάβασα σε μία συνέντευξη του Υπουργού Τουρισμού για το σπάσιμο της διαφημιστικής καμπάνιας της χώρας στα δύο και για τη δημιουργία μιας ειδικής διαφημιστικής καμπάνιας μόνο για το χειμώνα. Με ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση είδα ότι η πρόταση αυτή έγινε τελικά πράξη (έστω και καθυστερημένα) και μάλιστα με το ιδιαίτερα ευρηματικό σλόγκαν «Greece DOES have a winter». Το σχετικό διαφημιστικό βίντεο της καμπάνιας είναι αρκετά ενδιαφέρον, αν και προσωπικά το βρίσκω σχετικά «αδύναμο» σε επίπεδο πλάνων και μάλλον δεν είμαι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη. Από το βίντεο λείπουν εικόνες από τον Όλυμπο, τους Δελφούς, τα Τζουμέρκα, τα Ζαγοροχώρια, το Πήλιο, τη Λίμνη Πλαστήρα, το Μέτσοβο, την Καστοριά κ.ά. Έχουμε συνεπώς πιο χαρακτηριστικά και πιο εντυπωσιακά ορεινά τοπία, καθώς και πολλά παραδοσιακά χωριά με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, τα οποία θα μπορούσαμε να προβάλουμε στο σχετικό βίντεο. Προσωπικά θεωρώ πολύ πιο εντυπωσιακά τα πλάνα του κορυφαίου και πολυβραβευμένου βίντεο του ΕΟΤ, με τίτλο «Greece – A 365 Day Destination», για το κομμάτι του χειμώνα (στο 1:57΄), με τις εντυπωσιακές εικόνες της χιονισμένης Ελλάδας, την αναφορά στα 3.000 χωριά της χώρας μας και την εικόνα της παρέας που τρώει στην ταβέρνα μπροστά από το τζάκι.

Για τη συγκέντρωση των πιο εντυπωσιακών εικόνων, ο ΕΟΤ θα πρέπει να αναζητήσει το σχετικό υλικό από επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφους και βιντεολήπτες. Θα μπορούσε επίσης να διενεργήσει σχετικούς διαγωνισμούς για να αναδείξει και να συλλέξει το καλύτερο φωτογραφικό και βιντεοληπτικό υλικό της ορεινής Ελλάδας. Τέλος, θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητήσει και να συγκεντρώσει τις πρόσφατες σπάνιες εικόνες των χιονισμένων νησιών μας, ειδικά των Κυκλάδων, οι οποίες αποτελούν πραγματικό θησαυρό για τον ελληνικό τουρισμό. Υπάρχει άραγε πιο δυνατή εικόνα για να περάσει το μήνυμα της χειμερινής διαφημιστικής καμπάνιας της χώρας μας, «Greece DOES have a winter», από τη διάσημη παγκοσμίως Μύκονο ντυμένη στα λευκά;

Ο στόχος αυτής της ειδικής και στοχευμένης διαφημιστικής καμπάνιας για την προβολή της Ελλάδας ως χειμερινού προορισμού θα πρέπει να είναι διπλός: Αφενός να πείσει τον Έλληνα τουρίστα να επισκεφτεί την ορεινή Ελλάδα και όχι κάποιον φθηνότερο χειμερινό προορισμό των Βαλκανίων ή της Κεντρικής Ευρώπης.

Και αφετέρου, να προσελκύσει και ξένους τουρίστες. Ξεκινώντας από τις χώρες των Βαλκανίων και της Ευρώπης, όπου υπάρχει ήδη το σχετικό καλοκαιρινό «υπόβαθρο». Και συνεχίζοντας με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτος, Ισραήλ, Λίβανος, Ιορδανία), για τις οποίες η Ελλάδα αποτελεί τον κοντινότερο ευρωπαϊκό χειμερινό τουριστικό προορισμό, αλλά και τις τεράστιες τουριστικές αγορές της Ρωσίας, των Αραβικών χωρών και της Ασίας.

Τέλος, θα πρέπει να σχεδιαστούν και να καθιερωθούν ελκυστικά τουριστικά λογότυπα για όλους τους δημοφιλείς ορεινούς προορισμούς της χώρας μας, όπως λ.χ. το αντίστοιχο επιτυχημένο logo του Μπάνσκο.

Η ηπειρωτική και ιδίως η ορεινή Ελλάδα διαθέτει εντυπωσιακό φυσικό τοπίο που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα ακόμα και από τις Άλπεις. Διαθέτει μνημεία της φύσης (όπως ο Όλυμπος) ή του πολιτισμού (όπως οι Δελφοί), τα οποία είναι γνωστά σε ολόκληρο τον κόσμο. Διαθέτει πανέμορφες πόλεις (όπως η Καστοριά και τα Ιωάννινα) που θυμίζουν Ελβετία, αλλά και γραφικά παραδοσιακά χωριά με μοναδική αρχιτεκτονική (ιδίως στην Ήπειρο και το Πήλιο), τα οποία δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα πολυδιαφημισμένα τιρολέζικα χωριά.

Εάν λοιπόν καταφέρουμε να μειώσουμε το υψηλό κόστος, να αναβαθμίσουμε ποιοτικά τις τουριστικές υποδομές, να περιορίσουμε το μειονέκτημα του «καλού καιρού», να αναπτύξουμε την τουριστική βιομηχανία των Χριστουγέννων, να κερδίσουμε το στοίχημα των χειμερινών φοιτητικών εκδρομών και, βεβαίως, εάν μπορέσουμε να προβάλλουμε στοχευμένα τις ομορφιές της ορεινής Ελλάδας, τότε τα χειμερινά και ορεινά θέρετρα της χώρας μας θα αρχίσουν μεσοπρόθεσμα να ανταγωνίζονται καταρχήν αυτά των Βαλκανίων και στη συνέχεια και εκείνα της Κεντρικής Ευρώπης, κερδίζοντας σε πρώτη φάση τους Έλληνες ταξιδιώτες. Και πιο μακροπρόθεσμα θα επιτύχουν σταδιακά να προσελκύσουν και ένα σημαντικό αριθμό ξένων τουριστών, ο οποίος είναι απαραίτητος για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη της ηπειρωτικής και της ορεινής Ελλάδας, καθώς και για την απόσβεση των σχετικών επενδύσεων που θα γίνουν. Έτσι, μέσα σε μία δεκαετία, η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό και το χειμώνα, επιτυγχάνοντας το στόχο της τουριστικής περιόδου τεσσάρων εποχών και κερδίζοντας το στοίχημα της ισόρροπης τουριστικής ανάπτυξης ολόκληρης της επικράτειας.

(*) Ο κ. Ιωάννης Γκιτσάκης (twitter @gitsakis) είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στις Συμβάσεις Παραχώρησης και ΣΔΙΤ, Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου και Σύμβουλος τουριστικών επιχειρήσεων και επενδύσεων

Tagged

1 σχόλιο στο “Τουριστική ανάπτυξη της ορεινής Ελλάδας και προώθηση του χειμερινού τουρισμού | Ρεαλιστικός στόχος ή ευχολόγιο;

Προσθήκη σχολίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *