Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία, η Ισπανία, η Κίνα και η Ιταλία είναι οι χώρες με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους, σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας που διεξήγαγε η Mabrian σε περισσότερες από 2 δισεκατομμύρια εισερχόμενες (όχι εγχώριες) αεροπορικές θέσεις χαμηλού κόστους παγκοσμίως. Οι θέσεις αυτές κατανέμονται σε 173 αεροπορικές εταιρίες και αντιπροσωπεύουν το 36% του συνόλου των προγραμματισμένων διεθνών θέσεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Από την ανάλυση των δεδομένων συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι χώρες με τη μεγαλύτερη παρουσία εισερχόμενων αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 395 εκατομμύρια θέσεις, με επόμενες την Ινδία με 147 εκατομμύρια θέσεις, την Ισπανία με 108 εκατομμύρια θέσεις, την Κίνα με 98 εκατομμύρια θέσεις και την Ιταλία με 85 εκατομμύρια θέσεις χαμηλού κόστους.
Παράλληλα, οι αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους με τις περισσότερες αεροπορικές θέσεις είναι οι Southwest, Ryanair, Indigo, Easyjet και Spirit.
Ανά περιφέρεια, στην Ευρώπη, οι χώρες που δέχονται τις περισσότερες εισερχόμενες πτήσεις χαμηλού κόστους και, ως εκ τούτου, εξαρτώνται περισσότερο από τις αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους είναι η Λετονία, η Βουλγαρία, η Λιθουανία, το Βέλγιο, η Σλοβακία, η Ιταλία, η Ουγγαρία και η ΠΓΔΜ. Σε όλες αυτές τις χώρες, το μερίδιο των πτήσεων χαμηλού κόστους υπερβαίνει το 70%.
Εν τω μεταξύ, άλλα σημαντικά σημεία της έρευνας περιλαμβάνουν:
Η Ασία είναι μια ήπειρος με μεγάλη επικράτηση των πτήσεων χαμηλού κόστους, με πολύ εξαρτημένες χώρες όπως η Ινδία, το Αφγανιστάν, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν με ποσοστό χαμηλού κόστους άνω του 60% όλων των εισερχόμενων πτήσεων.
-Η Ασία είναι μια ήπειρος με μεγάλη επικράτηση των πτήσεων χαμηλού κόστους, με χώρες που εξαρτώνται σημαντικά από low cost αεροπορικές εταιρίες, όπως η Ινδία, το Αφγανιστάν, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν, με το μερίδιο των πτήσεων χαμηλού κόστους να υπερβαίνει το 60%.
-Στην Αφρική, οι χώρες που δέχονται τις περισσότερες εισερχόμενες πτήσεις χαμηλού κόστους είναι η Λιβερία, το Τόγκο, η Σιέρα Λεόνε, η Γκάμπια και η Γκαμπόν, με ποσοστό θέσεων χαμηλού κόστους άνω του 52% που, σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει στο 64,25%.
-Στον Ειρηνικό, η χώρα που δέχεται τις περισσότερες θέσεις χαμηλού κόστους είναι η Αυστραλία, με ποσοστό 46%, ενώ σε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία, το Παλάου και τα Φίτζι, το ποσοστό των αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους είναι πολύ χαμηλό.
-Στη Βόρεια Αμερική, το Μεξικό ξεχωρίζει ως η χώρα με ποσοστό θέσεων χαμηλού κόστους, που ξεπερνά το 60%. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το γεγονός ότι είναι η χώρα με τον υψηλότερο συνολικό όγκο θέσεων χαμηλού κόστους, καταγράφει μερίδιο μόλις 33,7% αυτών των πτήσεων.
-Στην Καραϊβική και την Κεντρική Αμερική, μόνο το Πουέρτο Ρίκο ξεπερνά το 50% των θέσεων χαμηλού κόστους. Στη Τζαμάικα, τη Δομινικανή Δημοκρατία και την Αϊτή το αντίστοιχο ποσοστό είναι μεγαλύτερο του 40%.
-Από την πλευρά της, στη Νότια Αμερική, η Βραζιλία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη υπεροχή των εισερχόμενων συνδέσεων χαμηλού κόστους με μερίδιο 60%. Ενώ, η Χιλή ακολουθεί δεύτερη στην κατάταξη, με μερίδιο κάτω του 40%.
“Η διείσδυση των εταιρειών χαμηλού κόστους σε προορισμούς αποτελεί μέρος της τουριστικής δομής και του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξής τους, αλλά και των προτύπων κινητικότητας των κατοίκων τους”, είπε ο Carlos Cendra, διευθυντής Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας της Mabrian.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ριψοκίνδυνο να πούμε ότι η συνδεσιμότητα χαμηλού κόστους προϋποθέτει ένα μοντέλο τουρισμού χαμηλού κόστους, αν και πάντα συνιστούμε στους προορισμούς να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες μέσω δεδομένων και να έχουν μια ισορροπημένη στρατηγική στην πολιτική διαπραγμάτευσής τους με τις αεροπορικές εταιρίες, ώστε να αποφεύγεται η αναποτελεσματικότητα που απορρέει από την υπερβολική εξάρτηση”.
Από την πλευρά του ο Gavin Eccles, σύμβουλος αεροπορίας και τουρισμού στην GE Consulting, επισημαίνει ότι στις χώρες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό (εκτός από την Κίνα), όπως η Ινδία, το Μεξικό και η Βραζιλία, οι αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους έχουν διείσδυση με μερίδιο που ξεπερνά το 60%.