Η Τοπική Κοινωνία ως Κλειδί για Βιώσιμη Τουριστική Ανάπτυξη

ΓΝΩΜΗ

της Δρ. Στεφανίας – Ζωής Ντρέγκα
Τουρισμός: Μία ευκαιρία απόδρασης, ένα ταξίδι σε μακρινούς ή κοντινούς προορισμούς γεμάτο εικόνες και μυρωδιές. Επίσης μία ευκαιρία δημιουργίας… Ειδικά στην Ελλάδα, που ο τουρισμός αποτελεί τον παλμό της οικονομίας μας δεν μπορούμε να τον εξετάζουμε μόνο ως μια σειρά από αφίξεις και αναχωρήσεις. 

Και βέβαια, η τουριστική ανάπτυξη έχει αρκετές θετικές επιπτώσεις (με κυριότερη τις οικονομικές ευκαιρίες που δημιουργεί) αλλά έχει επίσης ως αποτέλεσμα και την εμπορευματοποίηση του περιβάλλοντος και της ντόπιας κουλτούρας. Ας μην ξεχνάμε τα αντι-τουριστικά κινήματα και διαμαρτυρίες που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια σε πόλεις σε όλη την Ευρώπη όπως, για παράδειγμα, στη Βαρκελώνη ή στο Άμστερναμ, όπου οι ντόπιοι αντιδρούν στην υπερβολική εισροή τουριστών και εμπορευματοποίηση των πόλεών τους με ό,τι αυτό επιφέρει για την καθημερινότητά τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη για βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη και διαχείριση των προορισμών είναι ουσιαστική για να διασφαλίσουμε ότι ο τουρισμός εξυπηρετεί το κοινό καλό, και όχι μόνο τα οικονομικά συμφέροντα μεγάλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, κατά πόσο και σε ποιο βαθμό το υπάρχον σύστημα λήψης αποφάσεων ανταποκρίνεται σε αυτές τις ανάγκες και δίνει βήμα στην τοπική κοινότητα; Ποιος εγγυάται και διαφυλάσσει το μέλλον των κατοίκων σε έναν προορισμό; Και είναι οι κάτοικοι αυτοί που ζουν στον προορισμό, αποτελούν μέρος του τοπικού ιστού και δίνουν ζωή στις γειτονιές τους. Το ερώτημα είναι τι θα μείνει από έναν προορισμό αν οι κάτοικοί αναγκαστούν να μετοικήσουν γιατί δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο αυξανόμενο κόστος ζωής ή αδυνατούν να βρουν κατοικία; Η απάντηση είναι απλή : Ένας τόπος χωρίς χαρακτήρα, ένα είδος θεματικού πάρκου. Ένας προορισμός παίρνει ψυχή από τους κατοίκους του. Και εν τέλει αυτόν τον προορισμό και τους κατοίκους του επισκέπτεται και ο τουρίστας, έχει ανάγκη από την αυθεντική εμπειρία και όχι από μια αποστειρωμένη πόλη γεμάτη εστιατόρια, ξενοδοχεία και τουριστικά μαγαζιά.

Έτσι λοιπόν, γίνεται αναγκαία η συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με τον τουρισμό. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχει κοινοτική ενδυνάμωση. Μόνο τότε μπορούμε να πορευθούμε προς την πραγματικά δημοκρατική διαχείριση του τουρισμού. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να αμφισβητήσουμε πως και οι επιχειρήσεις έχουν λόγο εφόσον έχουν ως βασικό στόχο την επιτυχία τους και αυτή μετράται σε αριθμητικά μεγέθη. Είναι εύλογο, επομένως, να προσπαθούν να διαφυλάξουν τα συμφέροντα των επενδύσεών τους και να εξασφαλίσουν μια θέση στο τραπέζι των αποφάσεων. Η συμμετοχή του ενός δεν αποτρέπει τη συμμετοχή του άλλου, αλλά αντιθέτως ενθαρρύνει τη συνεργασία όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Στο πεδίο του τουρισμού, η βιβλιογραφία αναφέρει πολλά και ξεκάθαρα παραδείγματα και επισημαίνει λόγους για τους οποίους η ενδυνάμωση κοινοτήτων για τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων είναι επιτακτική ανάγκη.

Σε πολλές χώρες, η συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση συχνά αρχίζει και τελειώνει με τo δικαίωμα ψήφου στις εκλογές. Ωστόσο, σε κοινότητες στρατηγικά προσανατολισμένες στο μέλλον συναντάται μια βαθύτερη μορφή δέσμευσης. Πόλεις όπου οι κάτοικοι, ιδιαίτερα εκείνοι που επηρεάζονται περισσότερο από τον τουρισμό, δεν είναι απλώς παθητικοί παρατηρητές αλλά ενεργοί συνεργάτες στη διαμόρφωση του μέλλοντός της.  Για παράδειγμα, η Χάγη της Ολλανδίας αντί να βασίζεται αποκλειστικά σε εκλεγμένους αντιπροσώπους ή σε γραφειοκρατικές διαδικασίες,  αξιοποιεί τη συλλογική γνώση και εμπειρία των κατοίκων της. Προσκαλώντας στο τραπέζι τους κατοίκους των περιοχών που επηρεάζονται από τον τουρισμό, αναγνωρίζει τις ανάγκες του και δίνει προτεραιότητα στις φωνές τους.

Στην εγχώρια πραγματικότητα, τέτοιου είδους πρωτοβουλίες μπορούν να συμβάλουν στη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη. Μία πρόσφατη παρέμβαση στα Ιωάννινα χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για να θέσουμε τις βάσεις μιας συνεργατικής διακυβέρνησης στην πράξη. Ένα εργαστήρι που διοργανώθηκε από το Hotelschool The Hague, την υποστήριξη του αντιδημάρχου Χρήστου Τάτση και την ενεργό συμμετοχή των κατοίκων της πόλης ανέδειξε τη σημασία της συμμετοχής της κοινότητας στη διαμόρφωση τουριστικών πολιτικών. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν γύρω από βιώσιμες πρακτικές, τις ανάγκες των πολιτών και την προώθηση της τοπικής κληρονομιάς για τη βελτίωση των εμπειριών των επισκεπτών διατηρώντας παράλληλα τον μοναδικό χαρακτήρα της πόλης. Τέτοιου είδους συλλογικές  προσπάθειες καταδεικνύουν τις δυνατότητες της συλλογικής λήψης αποφάσεων για την αντιμετώπιση των τουριστικών προκλήσεων και τη δημιουργία ενός κοινού οράματος για το μέλλον.

Αυτό το πνεύμα συνεργασίας όχι μόνο ενισχύει τους δεσμούς μεταξύ της κυβέρνησης και των πολιτών, αλλά ενισχύει επίσης την αίσθηση του ανήκειν και γεννά μια αίσθηση υπερηφάνειας στην κοινότητα. Γιατί ο τουρισμός πρέπει να εξυπηρετεί τους πάντες, όχι μόνο τους λίγους. Και για να γίνει αυτό, οι φωνές των τοπικών κοινοτήτων πρέπει να ακουστούν και να γίνουν αναπόσπαστο μέρος μιας διακυβέρνησης χωρίς αποκλεισμούς. Αυτή είναι η ουσία της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης – ένα μέλλον όπου η ομορφιά του τόπου συνυπάρχει αρμονικά με την ευημερία των ανθρώπων του.

(*) Η Δρ. Στεφανία-Ζωή Ντρέγκα (Διδάκτωρ Πανεπιστήμιο Ulster του Ηνωμένου Βασιλείου) είναι Λέκτορας  με εξειδίκευση στο Future of Guest Experience και στις μεθόδους έρευνας στο Hotelschool The Hague. Η έρευνα της επικεντρώνεται στην ενδυνάμωση της κοινότητας στη λήψη αποφάσεων για τον τουρισμό και στη συμμετοχική διακυβέρνηση για την προώθηση βιώσιμων προορισμών.

Tagged
Προσθήκη σχολίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *