ΙΟΒΕ: Υποχώρηση οικονομικού κλίματος…

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
– Σημαντική βελτίωση στα Ξενοδοχεία 
-Συνεχίζεται η πτώση στα ταξιδιωτικά πρακτορεία 

Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα υποχωρεί τον Ιούνιο στις 74,1 μονάδες (από 77,3 μονάδες), εξέλιξη η οποία εκπορεύεται περισσότερο από την επιδείνωση των επιχειρηματικών προσδοκιών στη Βιομηχανία και τις Υπηρεσίες, με το κλίμα στο Λιανικό Εμπόριο να παραμένει αμετάβλητο και στις Κατασκευές να κερδίζει έδαφος, σύμφωνα με την Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του Ι.Ο.Β.Ε.. Από την άλλη πλευρά, η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώνεται και τον Ιούνιο. Είναι σαφές ότι οι αβεβαιότητες κατά την προεκλογική περίοδο ήταν μεγάλες, ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς η οικονομική δραστηριότητα είχε περιοριστεί στις ελάχιστες δυνατές συναλλαγές. Στους καταναλωτές – πολίτες από την άλλη πλευρά φαίνεται να δημιουργήθηκαν προσδοκίες για αλλαγές στο μίγμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, η συγκρότηση μιας συγκυβέρνησης έχει βοηθήσει στο να αμβλυνθεί τουλάχιστον η κυβερνητική αβεβαιότητα, όμως το κατά πόσο οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί θα επαληθευτούν τελικά, μένει να αποδειχθεί.
Αναλυτικότερα:
 στη Βιομηχανία, περαιτέρω πτώση καταγράφουν οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της παραγωγής, ενώ οι απαισιόδοξες εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το τρέχον επίπεδο παραγγελιών και ζήτησης εντείνονται, παρόλο που τα αποθέματα φαίνεται να ρευστοποιούνται.
 στις Υπηρεσίες, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την τρέχουσα δραστηριότητά τους μπορεί να βελτιώνονται ελαφρώς, όμως τόσο οι τρέχουσες εκτιμήσεις, όσο και οι προβλέψεις για τη ζήτηση του τομέα βαίνουν δυσμενέστερες.
 στο Λιανικό Εμπόριο, ο αρνητικός δείκτης των εκτιμήσεων των επιχειρήσεων για τις τρέχουσες πωλήσεις βελτιώνεται, ενώ αντίθετα οι ήδη χαμηλές προβλέψεις για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των πωλήσεων περιορίζονται περαιτέρω, με τις εκτιμήσεις για τα αποθέματα να υποχωρούν ελαφρά, υποδηλώνοντας ρευστοποίηση.
 στις Κατασκευές, οι πολύ χαμηλές προβλέψεις για το πρόγραμμα εργασιών βαίνουν ακόμη δυσμενέστερες, αντισταθμιζόμενες όμως από την άμβλυνση των πολύ αρνητικών προσδοκιών για την απασχόληση του τομέα.  στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη, οι αρνητικές προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού αμβλύνονται σημαντικά, εξέλιξη ανάλογη με τις προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας.

Μικρή βελτίωση καταγράφεται και στην ιστορικά χαμηλή πρόθεση για αποταμίευση, ενώ και οι δυσοίωνες προβλέψεις για την εξέλιξη της ανεργίας εξομαλύνονται ήπια.  

Τουρισμός

Πιο αναλυτικά, Ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στις Υπηρεσίες κινείται πτωτικά τον Ιούνιο και διαμορφώνεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, στις 53 μονάδες (από 57,4 μονάδες). Είναι οι εξαιρετικά απαισιόδοξες προβλέψεις για την εξέλιξη της ζήτησης του επόμενου τριμήνου, αλλά και οι δυσμενέστερες εκτιμήσεις για την τρέχουσα ζήτηση που πιέζουν το δείκτη. Αναλυτικότερα, ο δείκτης των προβλέψεων για τη ζήτηση του επόμενου τριμήνου διαμορφώνεται στις -38 μονάδες (από -26), ενώ 8 μονάδες χάνει και το ήδη αρνητικό ισοζύγιο των εκτιμήσεων για την τρέχουσα ζήτηση (-28). Έτσι, η μικρή βελτίωση στις – πάντα αρνητικές – εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την τρέχουσα δραστηριότητά τους δεν καταφέρνει να αντισταθμίσει τις παραπάνω αρνητικές μεταβολές. Εξάλλου, οι προβλέψεις απασχόλησης του τομέα βαίνουν δυσμενέστερες, με το 36% των επιχειρήσεων να αναμένει μείωση των θέσεων εργασίας και μόλις ένα 3% να προσδοκά άνοδο. Ως προς τις τιμές, η αποπληθωριστική τάση παραμένει κυρίαρχη, αν και εξομαλύνεται ελαφρά, με τα 3/10 (από 2/5) των επιχειρήσεων να αναμένουν νέα πτώση και μόλις 2% να προβλέπει το αντίθετο. Τέλος, παραμένει στο 11% το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν απρόσκοπτη επιχειρηματική λειτουργία, με το 44% να επισημαίνει την ανεπάρκεια ζήτησης ως το βασικότερο εμπόδιο στη λειτουργία του, το 25% την ανεπάρκεια κεφαλαίων κίνησης και το 16% παράγοντες όπως η γενική οικονομική κατάσταση και η ύφεση, η πολιτική αστάθεια, οι έκτακτες εισφορές, η καθυστέρηση εισπράξεων Δημοσίου, η αύξηση του ΦΠΑ, η έλλειψη ρευστότητας κ.α.

Σε επίπεδο βασικών κλάδων των Υπηρεσιών επισημαίνονται τα εξής:

Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στα Ξενοδοχεία – Εστιατόρια, υπερακοντίζουν τις απώλειες του προηγούμενου μήνα, με το σχετικό δείκτη να κερδίζει 21 μονάδες και να διαμορφώνεται στις 78,5, σε κατώτερα επίπεδα έναντι της αντίστοιχης περσινής τιμής του (98,2 μονάδες). Η άνοδος εκπορεύεται από τη μικρή βελτίωση των πωλήσεων και της τρέχουσας κατάστασης των επιχειρήσεων, στις -9 και -10 μονάδες αντίστοιχα (από -40 και -48 μονάδες), με τις προβλεπόμενες όμως πωλήσεις να παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ο αρνητικός δείκτης των προβλέψεων για την απασχόληση παραμένει στις -16 μονάδες, με το 1/5 των επιχειρήσεων του κλάδου να προβλέπουν περεταίρω πτώση. Σε επίπεδο τιμών, οι προσδοκίες αποκλιμάκωσης εξομαλύνονται ελαφρά, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -19 μονάδες (από -33), ενώ τέλος, διπλασιάζεται στο 10% το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν απρόσκοπτη λειτουργία, με τα 2/3 των επιχειρήσεων να κρίνουν ως βασικότερο επιχειρηματικό εμπόδιο την ανεπάρκεια ζήτησης, το 9% την ανεπάρκεια κεφαλαίων κίνησης και το 13% τους λοιπούς συγκυριακούς παράγοντες.

Υποχώρηση 11 μονάδων σημειώνει ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στα Τουριστικά Πρακτορεία τον Ιούνιο, πέφτοντας έτσι στις 73 μονάδες, ελαφρώς χαμηλότερα σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή τιμή του (75,8 μονάδες). Ο δείκτης των εκτιμήσεων για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων καταγράφει σημαντικές απώλειες (-15 από +8 μονάδες), ενώ την ίδια τάση ακολουθεί και ο δείκτης εκτιμήσεων για την τρέχουσα ζήτηση (-46 από -25 μονάδες), εξελίξεις που φυσικά δεν αντισταθμίζει η άμβλυνση του αρνητικού δείκτη για την προβλεπόμενη ζήτηση του κλάδου κατά 10 μονάδες (-15). Οι προοπτικές για την απασχόληση κερδίζουν και αυτές 10 μονάδες, με το 23% των επιχειρήσεων να δηλώνει απαισιόδοξο, έναντι σταθερά ενός το τελευταίο τετράμηνο 7-8% των επιχειρήσεων που αναμένει νέες θέσεις εργασίας. Στις τιμές, το 46% των επιχειρήσεων (από 50%) προβλέπει μείωση και καμία επιχείρηση δεν αναμένει άνοδο. Τέλος, το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν απρόσκοπτη δραστηριότητα αυξάνεται στο 23% (από 17%), με το 45% να δηλώνει την ανεπάρκεια ζήτησης ως το σημαντικότερο εμπόδιο, το 26% τα ανεπαρκή κεφάλαια κίνησης και ένα 6% τους λοιπούς οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες.