Ρύθμιση ξενοδοχειακών δανείων…

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

– Μικρότερη όλων των τομέων της Οικονομίας, πλην της Γεωργίας,  η χρηματοδότηση στον Τουρισμό
Από το 23,8% το 2007 σε 2,9% το 2011, η πιστωτική επέκταση στον Τουρισμό !!!

Με μια σημαντική παρέμβαση προς την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο, το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος ζητά την ρύθμιση των ξενοδοχειακών δανείων, που αποτελούν αυτή τη στιγμή, το πλέον σημαντικό θέμα της ξενοδοχειακής βιομηχανίας. 
Όπως σας είχαμε προαναγγείλει από το πρωί, στη συνάντηση που είχε με τον υπουργό Ανάπτυξης κ. Κωστή Χατζηδάκη, ο πρόεδρος του ΞΕΕ κ. Γεώργιος Τσακίρης, ζήτησε: 

1. Νομοθετική ρύθμιση, ώστε για τα επόμενα 3 χρόνια, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις να καταβάλλουν στις δανείστριες τράπεζες μόνον τους τόκους των δανείων τους και να προβλεφθεί η έναρξη καταβολής των χρεολυτικών δόσεων (κεφάλαιο) για την περίοδο από την 1/1/2016. 
2. Ρύθμιση των εκκρεμών δόσεων του ΤΕΜΠΕ κατά ανάλογο τρόπο , δηλαδή με την καταβολή των τόκων για μια τριετία και στην συνέχεια την καταβολή των χρεολυτικών δόσεων για την ολοσχερή εξόφληση του κεφαλαίου σε εύλογο χρονικό διάστημα μετά την 1/1/2016. 
3. Ρύθμιση του θέματος των δανείων για τις πυρόπληκτες περιοχές και γενικά των δανείων στα οποία έχουν χορηγηθεί εγγυήσεις του Ελληνικού δημοσίου.

Μάλιστα, για την στήριξη των αιτημάτων αυτών, ο πρόεδρος του ΞΕΕ παρουσίασε μελέτη του ΙΤΕΠ,τα βασικά σημεία της οποίας ακολουθούν:

1.             Ελληνική Οικονομία και Τουρισμός

Ο τουρισμός είναι σημαντικός τομέας για την ελληνική οικονομία από απόψεως συμμετοχής στη διαμόρφωση του ΑΕΠ και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της περιόδου 1960-80 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 6,7% και μειώθηκε σε 1,4% κατά την εικοσαετία 1980-2000. Αντίστοιχα, ο ρυθμός ανάπτυξης του τουρισμού κατά τις δύο προηγούμενες εικοσαετίες ακολούθησε την φθίνουσα πορεία του συνόλου της ελληνικής οικονομίας, .Ομως όμως, παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος τόσο από το μέσο όρο της χώρας όσο και από τους ρυθμούς ανάπτυξης άλλων τομέων. Επίσης, αποτέλεσε ένα συναλλαγματοφόρο τομέα με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας.
Παρόλα αυτά όμως, η συμμετοχή του τουρισμού στα κυβερνητικά προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης από το 1960 δεν ήταν ανάλογη της συνεισφοράς του στην ανάπτυξη της χώρας, καθώς τη μερίδια του λέοντος από τα διατεθέντα κονδύλια εισέπραξαν άλλοι τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Η δυσμενής μεταχείριση του τουριστικού τομέα αντανακλάται κατά κύριο λόγο στην πιστωτική πολιτική. Αυτό ως ένα βαθμό θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι ο τουρισμός στα πρώτα χρόνια, αφενός δεν είχε σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ και αφετέρου δεν είχε αναγνωριστεί η αναπτυξιακή του δυναμική. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της τραπεζικής χρηματοδότησης κατευθυνόταν σε άλλους τομείς της οικονομίας που θεωρούνταν ως περισσότερο αναπτυξιακοί, και μάλιστα σε ποσοστά μεγαλύτερα από τη συμβολή τους στο ΑΕΠ. Η παραγνώριση του συγκριτικού πλεονεκτήματος που έχει ο τουρισμός για τη χώρα και ο παραγκωνισμός του στα διάφορα θεσμικά πλαίσια ενίσχυσης και κινήτρων δεν του επέτρεψαν να αναπτυχθεί σε σχέση με το επιθυμητό και εφικτό επίπεδο. Η κατάσταση αυτή έχει σχεδόν παγιωθεί μέχρι σήμερα και πρέπει να καταβληθούν συντονισμένες προσπάθειες για την αναστροφή της.
Η στρατηγική σπουδαιότητα του τουρισμού ως κλαδική επιλογή για την ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας είναι υψηλής προτεραιότητας σήμερα, καθώς η άμεση και έμμεση συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ και τη συνολική απασχόληση εκτιμάται περίπου στο 16-18%. Η υψηλή ανεργία, η οποία οφείλεται και στην ασυμβατότητα αναγκών σε εργατικό δυναμικό και προσόντων του ανέργου δυναμικού, (ανεργία τριβής) είναι εφικτό να  μειωθεί σημαντικά,  εάν αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς ο τουριστικός τομέας στη χώρα μας  Ως γνωστό, υψηλό ποσοστό των αναγκών σε εργατικό δυναμικό στον τουριστικό τομέα συνίσταται σε χαμηλής ειδίκευσης απασχολήσεις. Εξάλλου, από έρευνες που έγιναν σε άλλες χώρες προκύπτει ότι η ικανότητα του τουριστικού τομέα να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας είναι ταχύτερη σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλο κλάδο παραγωγής. Επιπλέον ο τουριστικός τομέας έχει προβάδισμα σε σχέση με τους άλλους κλάδους, ως αναπτυξιακή επιλογή, λόγω χαμηλού συντελεστή κεφαλαίου / εργασίας (παραγωγικότητα εργασίας) και του απαιτούμενου κεφαλαίου ανά μονάδα προϊόντος (κεφαλαιακός συντελεστής). Τέλος, ο τουριστικός τομέας δεν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τεχνολογική πρόοδο και είναι ιδιαιτέρως φιλικός προς τους εισερχόμενους για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας.
Στις ευνοϊκές για τον τουρισμό επιδράσεις πρέπει να προστεθούν και άλλα πλεονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι η τουριστική δραστηριότητα αναπτύσσεται συνήθως στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας, γεγονός που συμβάλει στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και αυτό αποτελεί κίνητρο για τους κατοίκους των αγροτικών και άλλων «ευαίσθητων» περιοχών προκειμένου να μη μετακινηθούν προς τις πληθυσμιακά κορεσμένες αστικές περιοχές. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η τουριστική ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού με έργα υποδομής.
Επιπροσθέτως, οι εισπράξεις από την παροχή τουριστικών υπηρεσιών αποτελούν ένα από τα βασικά μεγέθη που συμβάλλουν στην ισοσκέλιση του ελληνικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Συγκεκριμένα, τη δεκαετία 1999-2008 οι καθαρές εισπράξεις από την παροχή ταξιδιωτικών υπηρεσιών αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο το 60% περίπου του συνόλου των καθαρών εισπράξεων από υπηρεσίες, ενώ κάλυπταν το 27% περίπου του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Η άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά την ανωτέρω δεκαετία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εξέλιξη των αφίξεων ταξιδιωτών στην Ελλάδα, οι οποίες αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,4%.

2.             Χρηματοοικονομική Διάρθρωση των Ξενοδοχειακών Μονάδων

Για την αξιολόγηση της ρευστότητας των τουριστικών επιχειρήσεων η ICAPχρησιμοποίησε χρηματοοικονομικούς δείκτες γενικής, ειδικής και ταμειακής ρευστότητας που προέκυψαν από τους ισολογισμούς ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ξενοδοχεία Πολυτελείας, Α’ κατηγορίας και Β’ κατηγορίας σε εννέα γεωγραφικές περιφέρειες (Αττική, Πελοπόννησος, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Αιγαίο, Κρήτη, βόρεια Ελλάδα και Θράκη, Ιόνιο και Δυτική Ελλάδα και Κεντρική Ελλάδα και Θεσσαλία). Οι δείκτες αναφέρονται στους αριθμητικούς μέσους όρους των ετήσιων δεικτών της πενταετίας 2004-2008.
Για όλες τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ο μέσος όρος εξόφλησης των προμηθευτών (139-143 ημέρες) είναι υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου όρου είσπραξης των απαιτήσεων (113-128 ημέρες), στοιχείο θετικό για τη ρευστότητα του κλάδου.
Όσον αφορά το μέσο δείκτη της σχέσης ξένων προς ίδια κεφάλαια για τη 5ετία, τα ξενοδοχεία Β΄ κατηγορίας παρουσιάζουν τη χαμηλότερη τιμή (1), ενώ την υψηλότερη (2,56) τα ξενοδοχεία Πολυτελείας. Μεταξύ των ξενοδοχείων Πολυτελείας το χαμηλότερο δείκτη εμφανίζουν της Πελοποννήσου (0,67), από της Α΄ κατηγορίας του Βόρειου Αιγαίου (0,4) και από τη Β’ κατηγορία πάλι του  Β. Αιγαίου (0,63). Αναφορικά με το δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών, οι μονάδες Β’ κατηγορίας γενικά εμφανίζουν την υψηλότερη τιμή (35,51) και οι μονάδες Πολυτελείας τη χαμηλότερη (14,53).

3.             Ομαδοποιημένοι Ισολογισμοί

Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό των ξενοδοχείων πολυτελείας της ICAP για την περίοδο 2007-2008 το ύψος των ιδίων κεφαλαίων εμφανίζει αύξηση 12,5%. Η σχέση των ξένων προς τα ίδια κεφάλαια δεν παρουσιάζει αξιόλογη μεταβολή το 2008 (1,36) σε σχέση με το 2007 (1,43). Μείωση κατά περίπου δύο μονάδες εμφανίζει τόσο το περιθώριο ΕΒΙΤDA (2008: 20,38%, 2007: 22,%) όσο και το περιθώριο μικτού κέρδους (2008: 23,65%, 2007: 25,54%). Αντίθετα, υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση παρουσιάζουν οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (9,4%) σε σχέση με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (2,9%) το 2008.
Σύμφωνα με τον ομαδοποιημένο ισολογισμό των ξενοδοχείων Α΄ κατηγορίας της ICAP για την περίοδο 2007-2008, τα ίδια κεφάλαια εμφανίζουν άνοδο 14,9%. Η σχέση των ξένων κεφαλαίων προς τα ίδια κεφάλαια παρουσιάζουν μικρή αύξηση (2007: 1,02%, 2008: 1,07%) όπως και η γενική ρευστότητα (2007: 0,93%, 2007: 0,95%). Ομοίως, το περιθώριο καθαρού κέρδους ΕΒΙΤΒΑ δεν μεταβλήθηκε σημαντικά (2008: 22,6%, 2007: 23,41%). Επίσης, σημαντική είναι η αύξηση που καταγράφουν οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (16,8%), ενώ μικρή είναι η ποσοστιαία αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων (1,9%).
Για τους ομαδοποιημένους ισολογισμούς των ξενοδοχείων Β’ κατηγορίας .Αύξηση το 2008 σε σχέση με το 2007 κατά 14,5% καταγράφουν οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις κατά 15% οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.

4.             ΣΥΝΟΨΗ

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, τα τρία τέταρτα των χρηματοδοτικών πόρων των τραπεζών ήταν δεσμευμένα για την παροχή χορηγήσεων σε συγκεκριμένους τομείς, καθώς το 50% των πόρων αυτών κατευθυνόταν προς το δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, το 15% προς τη βιομηχανία και το 10% προς τις λεγόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 καταβλήθηκαν συστηματικές προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με την κατάργηση των διοικητικών περιορισμών στη διάρθρωση του πιστωτικού τομέα. Κατά την περίοδο 1990-2006 η μεγέθυνση της ελληνικής τραπεζικής αγοράς ήταν της τάξεως του 6,6% ετησίως που ήταν διπλάσια του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Παρά τις μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού τομέα, ο τουρισμός, του οποίου η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται στο 18%, εξακολουθεί να υπολείπεται στη χρηματοδότηση σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας.
Η τραπεζιτική χρηματοδότηση ανά κλάδο της Εθνικής οικονομίας, τα τελευταία χρόνια ,  σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ έχει διαμορφωθεί ως εξής:
Χρηματοδότηση των Εγχώριων Επιχειρήσεων κατά Κλάδο Δραστηριότητας από τα Εγχώρια ΝΧΙ (εκατ. ευρώ)
Γεωργία
Βιομηχανία
Εμπόριο
Τουρισμός
Ναυτιλία
Σύνολο
2006
3.098
19.515
23.712
4.800
6.814
93.576
2007
3.304
21.488
27.672
5.883
8.301
111.289
2008
3.856
24.873
32.985
7.032
10.228
132.458
2009
3.962
23.685
33.519
7.358
10.031
133.745
2010
2.060
24.269
25.355
7.355
17.498
123.244
2011
2.009
23.405
24.687
7.229
18.008
120.126
Δ% 2011/10
-2,5%
-3,6%
-2,6%
-1,7%
2,9%
-2,5%
Μερίδια Συμμετοχής των Κλάδων Δραστηριότητας στη Συνολική Χρηματοδότηση (%)
Γεωργία
Βιομηχανία
Εμπόριο
Τουρισμός
Ναυτιλία
Σύνολο
2006
3,3%
20,9%
25,3%
5,1%
7,3%
100,0%
2007
3,0%
19,3%
24,9%
5,3%
7,5%
100,0%
2008
2,9%
18,8%
24,9%
5,3%
7,7%
100,0%
2009
3,0%
17,7%
25,1%
5,5%
7,5%
100,0%
2010
1,7%
19,7%
20,6%
6,0%
14,2%
100,0%
2011
1,7%
19,5%
20,6%
6,0%
15,0%
100,0%
Πηγή: Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο, Τράπεζα της Ελλάδος.
           
Από τον παραπάνω πίνακα συνάγεται ότι ο τουρισμός έχει διαχρονικά το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής  στην συνολική χρηματοδότηση, μετά την γεωργία και δοθέντος ότι εκ του αντικειμένου τους, οι ξενοδοχειακές και τουριστικές επιχειρήσεις έχουν ολοκληρώσει υψηλότατες επενδύσεις σε ακίνητα και πάγια, παρέχουν την υψηλότερη εξασφάλιση στους δανειστές του και τις Ελληνικές τράπεζες,
 Με βάση τα  στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2011, τα χορηγούμενα δάνεια του τραπεζικού τομέα προς τον τουρισμό ανέρχονται περίπου στο 6%. Σημειώνεται ότι ο τουρισμός, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, εμφανίζει πολύ χαμηλή γενική ρευστότητα σε όλες τις κατηγορίες ξενοδοχείων. Από τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις εξελίξεις της χρηματοπιστωτικής επέκτασης προς τον τουρισμό προκύπτει ότι σημειώθηκε μια κατακόρυφη πτώση από 23,8% το 2007 σε 2,9% το 2011. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν ότι η χρηματοπιστωτική επέκταση προς τον τουριστικό τομέα δεν καλύπτει τις επενδυτικές ανάγκες που προκύπτουν από τον αναπτυξιακό νόμο, αλλά ούτε και τις ανάγκες του τομέα σε κεφάλαια κίνησης.
Στην πρόσφατη απόφαση χορήγησης του πακέτου εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς το τραπεζικό σύστημα, καίτοι είχαμε επισημάνει την ανάγκη αύξησης της  πιστωτικής επέκτασης προς τον τουρισμό  ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του κλάδου στη διαμόρφωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της χώρας, αυτό δεν υιοθετήθηκε ως πολιτική από την προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου. Σε μια περίοδο που ο Τουρισμός έχει αναδειχθεί και έχει γίνει αποδεκτός από όλους ως ο κλάδος που θα αποτελέσει την ατμομηχανή για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την στήριξη της απασχόλησης και του περιφερειακού εισοδήματος , η ενίσχυση ρευστότητας του δεν ήταν ανάλογη της συμβολής του.
Θεωρούμε ότι αποτελεί  επιτακτική ανάγκη να θεσμοθετηθεί από την πολιτεία  μια ρύθμιση για τα δάνεια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, για τα  επόμενα 3 χρόνια .
Η μείωση της ρευστότητας στην Ελληνική οικονομία , η σημαντική εξασθένηση της διαπραγματευτικής θέσης των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων απέναντι στους Touroperators εξαιτίας της πίεσης που υφίσταται η εικόνα και  το brandτης χώρας μας λόγω της υπερπροβολής διεθνώς των οικονομικών μας  προβλημάτων,  η μείωση κατά 80% των εσόδων του εγχώριου τουρισμού  που αντιπροσώπευε το 40% της τουριστικής παραγωγής , έχουν οδηγήσει πολλές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις σε αδυναμία  να  ανταποκριθούν στην έγκαιρη υποχρέωση αποπληρωμής των δανείων τους προς τις τράπεζες.