Κάποιος που ήρθε ένα βράδυ…

ΓΝΩΜΗ

Από: Διονύσης Τσιλιγκίρης

Σκοτεινή και υγρή η νύχτα. Το φθινόπωρο έφευγε σιγά σιγά και έδινε τη θέση του στο χειμώνα. Περασμένα μεσάνυχτα και η πόλη βουβή και άδεια, βροχερά σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από την πόλη του Παρθενώνα…

Ένα καλογυαλισμένο ALFA ROMEO διέσχιζε νευρικά τη Βασιλίσσης Σοφίας. Δύο σημαιάκια κυμάτιζαν αριστερά δεξιά στα μπροστινά φτερά του. Έστριψε απότομα αριστερά στην Κηφισίας και τα λάστιχα στρίγκλισαν στον κόμβο του Θων στην Αλεξάνδρας. Ο οδηγός, μάρσαρε και βίδωσε το γκάζι στο σασί. Το όχημα συνέχισε να σκαρφαλώνει μουγκρίζοντας προς Κηφισιά. Οι δρόμοι άδειοι και χωρίς φώτα. Ο οδηγός σίγουρος, αλλά νευρικός, είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο δρόμο. Πότε πότε έριχνε μία κλεφτή ματιά στον σιωπηλό επιβάτη του πίσω καθίσματος από τον καθρέφτη. Είχε αναρωτηθεί πριν γιατί τον ξύπνησαν από τη μία και του είπαν να ετοιμάσει το αυτοκίνητο. Όταν όμως του είπαν την κατεύθυνση, δεν είχε πια καμία αμφιβολία. Η ώρα είχε φτάσει…

Οδός Δαγκλή στην Κηφισιά, Μια μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε μέσα στη νύχτα και μία δέσμη από φώτα φάνηκε στο βάθος της οδού Κεφαλληνίας. Η ALFA ROMEO είχε στρίψει δεξιά από την Κηφισίας και πλησίαζε επικίνδυνα σα δηλητηριασμένο βέλος.

Ο φρουρός πετάχτηκε από το φυλάκιό του και το χέρι του έσφιξε το καλογυαλισμένο μάλινχερ. Ποιος είναι αυτός που σταμάτησε μπρος στην πρωθυπουργική κατοικία μέσα στη νύχτα;

Ανησύχησε… το χέρι του πήγε κατευθείαν στο εσωτερικό κουδούνι και ένα φως άναψε μέσα από την βαριά κεντρική πόρτα πάνω από τα σκαλοπάτια.

Ο οδηγός του αυτοκινήτου πήδηξε έξω, στάθηκε μπροστά στο φρουρό και με σπαστά ελληνικά είπε: “Παρακαλώ ειδοποιήστε τον κύριο πρωθυπουργό ότι ο κύριος πρέσβης πρέπει να τον δει επειγόντως”. Ο φρουρός έριξε μία βιαστική ματιά στα δύο σημαιάκια του αυτοκινήτου, άλλη μία στον κύριο που καθόταν στο πίσω κάθισμα και έτρεξε στο τηλέφωνο της σκοπιάς.
– Είναι μπροστά μου ο πρέσβης της Γαλλίας και θέλει να δει τον κύριο πρωθυπουργό. Λέει πως είναι επείγον, ψέλλισε στον αρχιφύλακα της φρουράς.
– Άνοιξε και πες να περάσουν στην εσωτερική αυλή, ακούστηκε μια αυστηρή φωνή.
Στιγμές αργότερα, ο πρέσβης διάβαινε την πρωθυπουργική θύρα. Του προσφέρθηκε μία περίοπτη θέση στον καναπέ και του ζητήθηκε να περιμένει λίγο. Ο πρωθυπουργός είχε ειδοποιηθεί και σε λίγο θα ήταν κοντά του.
Αιώνια δευτερόλεπτα περνούσαν, οι παριστάμενοι έστεκαν βουβοί και μάντευαν αυτό που θα συνέβαινε σε λίγο… Αυτός ο νυχτερινός επισκέπτης δεν ήταν φυσικά ο Γάλλος, αλλά ο Ιταλός πρέσβης, απλά ο φρουρός μπέρδεψε τις σημαίες. Άγνοια;

Άγχος της στιγμής; Απροσεξία ή απλά νότα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας σε μία σύγχρονη;

Τραγική ειρωνεία…

Μια πόρτα άνοιξε και ο Ιωάννης Μεταξάς ξεπρόβαλε. Στάθηκε λίγο και μέσα από τα στρογγυλά του γυαλιά έγνεψε στους παριστάμενους να απομακρυνθούν.
– Bonsoir Monsieur L’ ambassadeur. Καλησπέρα σας κύριε πρέσβη.
Ο Γκράτσι σηκώθηκε
– Bonsoir mon Excellent. Kαλησπέρα εξοχότατε.

Ένας σύντομος διάλογος άρχισε να υφαίνεται μέσα στη νύχτα και ο Γκράτσι άνοιξε την καφέ δερμάτινη τσάντα και πρόταξε ένα έγγραφο προς τον Ελληνα κυβερνήτη. Ο Μεταξάς τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια με υπεροψία, τον λυπόταν ήδη, το πήρε, και κάθισε απέναντι σε ένα παλιό ξύλινο γραφείο …άρχισε να διαβάζει.
Ένα έγγραφο που αναίσχυντα έλεγε πόσο απογοητευμένη είναι η ιταλική κυβέρνησή του από τη στάση της ελληνικής κυβερνήσεως και ότι οι διεθνείς συνθήκες αναγκάζουν την Ιταλία να ζητήσει τη στρατιωτική κατάληψη ορισμένων λιμένων και άλλων χώρων στην ελληνική επικράτεια που δε διευκρίνιζε ούτε ποιοι ήσαν, αλλά ούτε και κάτω από ποιες συνθήκες θα γινόταν αυτό… και κατέληγε… Στις 6 η ώρα το πρωί ο ιταλικός στρατός θα άρχιζε την προέλασή του προκειμένου να καταλάβει τα αρεστά του σημεία… ντελίριο συγγραφής φαιδρών υπεκφυγών. Η φασιστική Ιταλία δεν είχε καν το ανάστημα να πει καθαρά αυτό που ήθελε…
Ο Μεταξάς ένιωσε ένα βάρος αιώνων στους ώμους του. Ο Γκράτσι θα διακρίνει ένα τρέμουλο στο χέρι του και τα μάτια του να γυαλίζουν κάτω από το φως του τοίχου. Η συγκίνηση ήταν εμφανής. Είχε τύχει σε αυτόν να είναι ένας ακόμα κρίκος του μακραίωνης ιστορίας των Μολών λαβέ… Μόνο που σ’ αυτόν έταξε η στιγμή να το πει στα γαλλικά:
Γύρισε στον Γκράτσι και κοιτώντας τον βαθιά στα ματιά του είπε:
– Αlors c’ est la guerre. «Λοιπόν έχουμε Πόλεμο»!!
– Ο Γκράτσι κόμπιασε, δεν περίμενε ποτέ τόσο ευθεία απάντηση. Απάντηση ίση με προειδοποιητική απειλή!! Οι Έλληνες θα πολεμούσαν, δε θα έκαναν το ίδιο που έκαναν το ’23 στη Κέρκυρα απέναντι στον Μουσολίνι. Ο ανήμπορος Ρωμαίος, 18 χρόνια μετά θα έβρισκε μπροστά του τον Λεωνίδα από τη Σπάρτη, τον Μιλτιάδη από την Αθήνα, τον Παπαφλέσσα από το Μανιάκι…
– Έχετε παρεξηγήσει τις προθέσεις μας κύριε πρωθυπουργέ, ψέλλισε. Η σύρραξη δεν είναι απαραίτητη, μερικές διευκολύνσεις ζητούμε…
Ο Μεταξάς δεν άφησε περιθώρια… Η πρωτοβουλία είχε ήδη περάσει στον ίδιο. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η Ελλάς είχε τη διάθεση να εξυπηρετήσει την Ιταλία, του αντέτεινε, δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος για να γίνει αυτό. Επομένως, τα περί εξυπηρετήσεως δεν είναι παρά μια άνανδρη υπεκφυγή. «Στις 6 η ώρα θα μιλήσουν τα όπλα κύριε Γκράτσι. Ο σκοπός της επισκέψεως σας εκπληρώθηκε. Μπορείτε να πηγαίνετε».

Ο πρέσβης έκανε μία ελαφρά υπόκλιση.

Θα γράψει αργότερα στα απομνημονεύματά του ότι ένιωθε υπερβολικά άβολα εκείνο το βράδυ. Έκανε μεταβολή και έφυγε βιαστικά. Είχε έρθει με ένα τελεσίγραφο και έφευγε με ένα πόλεμο.

Χάθηκε μέσα στη νύχτα, σε λίγους μήνες θα χαθεί αυτός και όλο το οικοδόμημα της φασιστικής Ιταλίας.

Ο Μεταξάς έτρεξε στο τηλέφωνο… Βασιλεύς πρώτα, γενικό επιτελείο, Παπάγος, και άμεσα Υπουργικό Συμβούλιο …Λίγα λόγια στεγνά και ραντεβού στο επιτελείο σε μισή ώρα. Όλοι το περίμεναν, όλοι γνώριζαν την αποστολή τους, δεν χρειάζονταν πολλές εξηγήσεις…
Γύρισε να δει αν ο οδηγός και τα αμάξια ήταν έτοιμα. Δύο υγρά μάτια έστεκαν και τον κοίταζαν σιωπηλά στην πόρτα της κάμαρας του. Η Ελένη Μεταξά.
– Γιάννη…
– Ήρθε η ώρα Λέλα, πρέπει να φύγω…
– Ο Θεός μαζί μας Γιάννη.
– Ο Θεός είναι μαζί μας γλυκιά μου, μην ανησυχείς… θα μάθουν σύντομα με ποιους τα έβαλαν…
Τα μάτια του σπινθήριζαν, άρπαξε το παλιό αμπέχονο από τον καλόγηρο της εισόδου και κατέβηκε σαν έφηβος τα σκαλοπάτια. Ο επαναστάτης του 1909, ο επιτελάρχης του 1912 είχε ξαναζωντανέψει μέσα του…
Λίγη ώρα μετά, κάπου στην Ήπειρο…
Ένα τηλέφωνο κουδουνίζει μανιασμένα μέσα στη νύχτα. Προσπαθεί να καλύψει το θόρυβο της βροχής που πέφτει και το χτύπημα από ένα παντζούρι που ο αέρας το πηγαινοφέρνει άγαρμπα πάνω σε ένα παράθυρο. Ένα μικρό κορίτσι που δείχνει ατρόμητο από αυτή τη φασαρία της άγριας νύχτας τρέχει ξυπόλητο και σηκώνει το τηλέφωνο.
– Ναι…
– Καλησπέρα μικρή μου, σε παρακαλώ άκουσέ με προσεκτικά, πρέπει να πας αυτή τη στιγμή και να ξυπνήσεις τον μπαμπά σου, τηλεφωνώ από το Γενικό επιτελείο στην Αθήνα. Κατάλαβες;
– Μάλιστα κύριε.
– “Τρέχω αμέσως”, αποκρίθηκε η μικρή αγγελιοφόρος. Σε δευτερόλεπτα ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος σήκωνε το ακουστικό
– Στρατηγός Κατσιμήτρος, διοικητής VIII Μεραρχίας
– Στρατηγέ, η χώρα από την 6η πρωινή βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση μετά της Ιταλίας. Σε λίγο θα επικοινωνήσει μαζί σας ο αρχηγός ΓΕΣ και ο πρωθυπουργός, ακούστηκε η φωνή του επιτελάρχη…

– Κύριε επιτελάρχη, η μεραρχία θα πράξει το καθήκον της στο ακέραιο. Ο Θεός σώζει την Ελλάδα.
– Ο Θεός σώζει την Ελλάδα στρατηγέ, συμφώνησε η φωνή στην άλλη γραμμή.

Ο Κατσιμήτρος σήμανε γενικό συναγερμό σ’ όλη την Ήπειρο, φόρεσε γρήγορα τη στολή του της εκστρατείας και κοίταξε τα ηπειρώτικα βουνά. Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου 1940.
Κατά παράβαση του τελεσιγράφου οι Ιταλοί θα επιτεθούν στις 5:05 το πρωί. Πρώτα θύματα 3 αθώοι στρατιώτες που χτες είχαν δώσει ψωμί στους φονιάδες τους. 2 Ιταλοί είχαν διαβεί το φυλάκιο και προσποιούμενοι ότι έμειναν χωρίς εφόδια ζήτησαν μία κουραμάνα. Έφυγαν με 2 αλλά σημείωσαν πλήρως και τις θέσεις των Ελλήνων.
Σε λίγο θα πέσει και ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός. Ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος. Τι ειρωνεία πάλι. Καταγόταν από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και την όμορφη Χάλκη. Ένας πρώην Ιταλός πολίτης που έφυγε να καταταγεί στο Στρατό της ψυχής του γιατί δε βάσταγε να βλέπει τον τόπο του σκλάβο.
Ψηλά σε μία παρμένη χαράδρα, μία άτιμη ριπή πολυβόλου τον λύγισε. Σε λίγο οι ιταλικές σφαίρες θα λυγίσουν πάνω στα ελληνικά κορμιά.
Το ασήμαντο Καλπάκι θα γίνει το παγκόσμιο σύμβολο της πρώτης ήττας του Άξονα, από μια χώρα που θα πολεμά και θα ανθίσταται μόνη της σ’ όλη την ηπειρωτική Ευρώπη. Ως εκεί ήταν η βόλτα των Ιταλών…

Σε λίγο άρχιζε η ώρα της δύσκολης επιστροφής…

Η Σοφία Βέμπο θα της δώσει τη λυρικότητά της.

ΠΗΓΗ: www.dimokratiki.gr

Tagged
Προσθήκη σχολίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *